Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύγχρονη ελληνική ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύγχρονη ελληνική ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Βασίλης Κουντζάκης, Το απέναντι κάθισμα







Βασίλης Κουντζάκης, Βίωμα

*Ένα ποίημα από την ανέκδοτη συλλογή "Τηλεφωνικός θάλαμος" στο έντυπο "Ποιητές χωρίς ποιήματα" (Τεύχος 20 - Φθινόπωρο 2022).

ΒΙΩΜΑ 

Υπάρχει ακόμα το αίμα 
επίδοξων κυνηγών
μηνύματα, αρνήσεις των φίλων 
άνθρωποι που προσπαθούν 
να αποσπάσουν κάτι
ανάσες κολλημένες στο πλαστικό
στον μέσα κήπο φουντώνει 
η εικόνα του ακατόρθωτου
τα λόγια σου δεν είναι βγαλμένα 
από σκακιέρες ή παραμύθια
όσο κι αν παραμένεις ρομαντικός
για τους ρεαλιστές
κρατώντας μια λεκάνη
γεμάτη χαμηλό φως
όπως πρέπει να πράττει 
καθένας στη ζωή του.

Β. Κ.


Βασίλης Κουντζάκης

*Στο τεύχος 46 του περιοδικού "Τα Ποιητικά" (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2022), δύο ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή "Τηλεφωνικός θάλαμος".



Άγης Μπράτσος

4

Πεσμένοι απόψε οι σφυγμοί της αντοχής.
Αναστενάζεις μήπως και γίνεις θάλασσα.
Στο θαμπωμένο τζάμι επιθυμίες γλυστρούν.
Ευανάγνωστα γράμματα προεκτείνουν το βλέμμα
στην όψιμη θέα του κόσμου.
Κρυφοκοιτάζεις το μέλλον άναυδη,
για το χθες και το σήμερα που κορυφαία στέκουν.
Ώστε αυτό είναι ο χρόνος, μια θαμπή επιφάνεια.
Απόψε ιδανικά διαγράφει κατ' απαίτηση,
αμφισβητώντας όσα μοιάζουν με παραίτηση.
Απόψε τα δάχτυλα αγγίζουν τον χρόνο, για ελάχιστο
διάστημα,
μια και ταχέως γυρνούν όλα στο φυσικό τους
παράστημα.

Άγης Μπράτσος, Prima Vista, εκδ. Οδός Πανός, 1995.


Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Άκης Χανδρινός

ΜΑΡΟΚΟ

Τίποτα πριν δε θα μας είχε φέρει τόσο 
απροσδόκητα κοντά.
Κι αν υποτίθεται ότι έφτασε κανείς
Κάποια νηφάλια πεδία μετά από  τ ό σ ο υ ς
μεθυσμένους ακροβατισμούς, 
αν απέκτησε την ήττα ψάχνοντας την εκεχειρία,
τη ντροπή αντί γι’ αξιοπρέπεια,
τη σύμβαση και τον ντετερμινισμό 
αντί για την εναλλαγή τους. 
Μάθετε να μη φοράτε αποσμητικά. 
“Σήμερα ή έστω κι αύριο αλλά χωρίς ντροπή”

Άκης Χανδρινός, Η μνήμη ενός νάρκισσου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1983.


Γιάννης Τόλιας

ΦΩΤΕΙΝΟΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ

Μεσάνυχτα
Η κυκλοφορία μέσα στον εγκέφαλό μου
ρυθμίζεται πλημμελώς
Γι' αυτό έκρινα σκόπιμο 
κόκκινο 
κίτρινο 
πράσινο 
Το τέταρτο χρώμα να είσαι εσύ. 

Γιάννης Τόλιας, Μωβ Σημαία, 1981.



Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Γιάννης Τζώρτζης


Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρύχωμαι το θά-
νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μία
επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο άνε-
μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι
έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Εδώ δεν 
υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε
κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι εδώ. Μόνο 
κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός
βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο 
τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί 
και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα∙ τον υποτάσ-
σει ανοίγοντας το στήθος. 

Όπου σταματάς για μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη
ζωή. 

Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, 1989. 


Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Γιώργος Γωνιανάκης

Ύψος βαθύ


Λένε: η εποχή είναι αντι-ποιητική.

Κι όμως εγώ την ποίηση την βρίσκω 

ακόμη και στη λαϊκή. Εκεί 

μέσα στων πωλητών τις αγριοφωνάρες

η νεαρή πωλήτρια πουλάει μέλι

-βάζα βαθύλαμπα γιομάτα γλύκα. 

Ή όταν η άγνωστη γειτόνισσα γλεντάει το κορμί της 

σκορπώντας στον ακάλυπτο γλυκόβγαλτες κραυγές

             έως αργά τη νύχτα. 

Και περισσότερο 

όταν τα πέταλα της νεραντζιάς τον δρόμο ραίνουν 

της Άνοιξης ασβέστωμα που σβήνει τη μαυρίλα 

κι ευλαβικά τα σωθικά μου καίει. 

Αλλά δεν βρήκα ποίηση ούτε μια στάλα 

σε ποιητικές βραδιές με οινοποσία. 

Γιατί η ποίηση 

είναι δεντράκι ερωτόκρημνο 

δεν θάλλει στις συμβάσεις. 


Γιώργος Γωνιανάκης, Τι είπε το ποτάμι, εκδ. Στιγμή, 2018. 




Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Δύο ποιήματα του Κώστα Σκούρτη

Α, τι δικαίωση να είναι κανείς μόνος
πόσο απλοϊκά ερμηνεύσαμε τους χρησμούς
παλιότερα θυμάμαι
κάθε άσκοπη κίνηση
έμοιαζε μαγική
στο παιδικό δωμάτιο
τρέκλιζαν χαρούμενοι
λογής λογής ονειροπόλοι
στήνοντας ικρίωμα
χαϊδεύοντας γάτες πλαστικές
ή πίνοντας απλά το τσάι τους
ανακαλώντας μεγαλεία περασμένα
φτύνοντας κίτρινα φλέματα στις κουρτίνες 
Ω, η εποχή των ηρώων παρήλθε
κι ούτε ένα φάντασμα δεν υπάρχει αληθινά
παρά μόνο σχέδια 
στη σκόνη του τραπεζιού
κι ένα άσκημο κορίτσι
που φοβάται ν' ανάψει το κερί
κι όλο μασάει φρυγανιές
στο βάθος της κουζίνας
Τίποτα δεν είχε κρύψει η ιστορία για μας
(δώρο ή ανάθεμα)
οι σαλπιγκτές χασμουριώνται στις πλατείες 
οι πουτάνες πλένουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν
και το κάτοπτρο άδειο
λες και το θαύμα μετάνιωσε
κι άφησε όλο το αίμα 
να τρέξει απ' τα μάτια μας
επί ματαίω
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου 
εκείνο το βράδυ είχε κόσμο στο σαλόνι
έφυγα όταν δεν κοιτούσες
είχα κολλήσει μια μικρή μπασκέτα στη ντουλάπα
έκλεισα τ' αυτιά μου
με τους δείκτες των χεριών
ίσα που να ακούγεται
το βουητό του κλιματιστικού
και σου πα ψέματα
-για χιλιοστή φορά-
πως είχα πεθάνει
μ' ανακούφιζε η αδιαφορία σου
στοργικά
καθάριζες ένα μήλο στο παράθυρο
κι έκοβες κατά λάθος 
το δάχτυλο σου
κάθε βράδυ
πιτσίλιζες με αίμα το τζάμι
κι ούτε ένα βλέμμα απ' τους περαστικούς
Το δράμα είναι ιδιωτική υπόθεση

~*~

Μια Mερίδα Kαλαμάρια

Ω! Πλάσμα της αβύσσου
βουβό
παιδί της σκοτεινιάς, πένθιμο, μελάγχολο
και νόστιμο
Εσύ, του ερέβους ταξιδιώτη,
μυστηριώδη και θλιμμένε αδερφέ μου
με τα γουρλωμένα μάτια και τις σίγουρες κινήσεις
με το βαθύ κι ατάραχό σου βλέμμα
Ποιο μυστικό, ποια γνώση κοινώνησες
εκεί στην κρύα, υδάτινη σπηλιά
που κλείστηκες για χρόνια;
Δε μ’ απαντάς
Μόνο μελάνι αφήνεις πίσω σου και φεύγεις
ανηλεής κι αγέρωχος
(Πλανήθηκαν πάντως
πολλοί -κι εγώ μαζί-
και νόμισαν πως έδωσες απάντηση. Πόσο κουτοί είμαστε οι άνθρωποι ώρες ώρες..)





*Οι πίνακες είναι από την έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Διαδρομές» της Μαίρης Νταγιαντά (2017).
  

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

"Το απέναντι κάθισμα" - Κριτική Βιβλίου

"Το απέναντι κάθισμα" του Βασίλη Κουντζάκη -Κριτική Βιβλίου


Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

[…Η σονάτα ως είδος άγγιξε την τελειότητά της στα χέρια του Λιστ. Ενσωμάτωσε φούγκες, πολυφωνικά κομμάτια, μια πλευρά της την χάρισε στο αργό τέμπο της εκκλησιαστικής εξειδίκευσης. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως συγκρατώντας την ουσία από μια σειρά χαμένα πια όργανα, προσαρμόζοντας την αίσθηση σε εκείνο το σημείο που στήνεται η άμυνα απέναντι στην απελπισία, το χρέος, την προσδοκία, η σονάτα εξέφρασε μια συνέχεια, επιστράτευσε όλη την ανθρώπινη παλέτα . Είναι αλήθεια πως τα πάντα γράφονται σε ένα ανεξήγητο ένστικτο. Σε κάθε σκέρτσο θαρρείς πως ψάχνει να βρει τον εαυτό της μια ύπαρξη λησμονημένη και άλλοτε, αριστοκρατική, στέκεται κυνικά απέναντι σε ζητήματα όπως ο χρόνος και οι ατμόσφαιρες με μια δοξαστική παύση.

Στο τέλος αυτής της εξομολόγησης ακολούθησε μια παύση και έπειτα γυρέψαμε μια αιτία. Καθένας στράφηκε στον εαυτό του, το δωμάτιο έκλεισε, καθένας έγραψε ένα τέλος για τον εαυτό του. Στο απέναντι κάθισμα ο χρόνος πλιατσικολογούσε και άλλος δρόμος δεν υπήρξε έξω από τα ποιήματα…]

Με την παραπάνω βινιέτα τούτο το σημείωμα καλωσορίζει την καινούρια συλλογή του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που φθάνει στους αναγνώστες μέσα από τις πάντα ποιοτικές και ιστορικές πλέον, εκδόσεις Εκάτη. Στο ίδιο εκείνο υπόγειο, χώρο φανταστικό και απλησίαστο για την παιδική ηλικία αυτού του σημειώματος, χρόνια τώρα η οικογένεια Νικολάκη και οι εκλεκτοί συνεργάτες της προσθέτουν ψηφίδες στην ελληνική βιβλιογραφία. Με την σκιά σημαντικών ποιητών, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος και με μια ανεξάντλητη ποικιλία χαμένων τίτλων, το μαγικό ημιυπόγειο της 3ης Σεπτεμβρίου συνεχίζει τις εξαιρετικές δημοσιεύσεις του. Ανάμεσά τους το Απέναντι Κάθισμα του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που για το μικρό αυτό σημείωμα δεν αποτελεί έκπληξη με το βαθύ, ανθρώπινο κόκκινο του Joseph Catanzaro και το σκληρό εξώφυλλό του. Αφού στους στίχους του κάποιος εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, ανοιχτός στις παθολογίες, το κύλημα του χρόνου, την αιωνιότητα που ψάχνει μια φωνή για το τραγούδι της. Συνομιλεί με φίλους σκιές, προσεύχεται στο άστρο τους με ένα παράθεμα, με την πρόθεση και το σπάνιο ταλέντο του τεχνίτη που λέει αλλιώς τα ειπωμένα πράγματα. Ο ήλιος, το ξέρει πως σβήνει τα πάντα, για αυτό και τα καλύτερα πλάνα του πέφτουν τις νύχτες, σε διασταυρωμένα σώματα που αν και πορεύονται προς το τυχαίο κάτι εκλεκτικό τα οδηγεί. Ξέρει για εκείνους που μοιράζονται, μερικές φορές νομίζει κανείς πως για εκείνους γράφει τα ποιήματά του. Για όσους περιμένουν σε αίθουσες αναμονής ζητώντας μια συνέχεια, για μορφές παραδοσιακές, ενδημικές των στίχων που σκεπάζονται από βαριές σημασίες. Βλέπετε, ανάμεσα σ΄όλα όσα κάνει ο ποιητής, έχει την υποχρέωση να φτιάχνει ζωή από τα ρηγματωμένα περιστύλια και αυτό το καθήκον εξαντλεί ασκητικά ο Βασίλης Κουντζάκης, με λυρισμό, άλλοτε με δύναμη και καμιά φορά με όλη την αθωότητα του κόσμου. Κάτι προσθέτει η μουσική του, μια ένταση κλειδωμένη αποκαλύπτει, κάτι σαν ποιήματα σταματημένα σε λαιμούς, κάτι σαν γυμνές καρδιές πάνω από κοφτερά εγχειρίδια. Όταν μπαίνει στις ράγες των ρυθμών, η ορθογραφία του σκορπάει και απομένει η τελευταία φράση, ο ύστατος υπαινιγμός, εκείνος ο κεραυνός που άφησε κάποτε μια λάμψη. Πλάνα ραπροσέ από την περιπέτεια και το δράμα της ζωής, λιγότερες προσωπογραφίες, χιλιάδες πλάνα από τις μητροπόλεις του κόσμου που γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας. Κατά βάθος λυρικά. Ένα ποίημα ατομικό, πολύ προσωπικό, που γράφεται μια ζωή, που δανείζεται και επιστρέφει στο πλήθος σε αδιάκοπη ροή, διόλου ανώφελη, μες στα άνεργα χρόνια που ποτέ δεν ήταν τέτοια, όσο η ψυχή παρέμενε γαντζωμένη στην σκέψη. Το επιβεβαιώνουν τα ποιήματα του Βασίλη Κουντζάκη που πλουτίζουν με τις απώλειες του Γιάννη Ρίτσου.

Αυτό το σημείωμα έχει όμως ακόμη κατάθεση να κάνει. Τέλος οι βινιέτες και άλλες αυθαιρεσίες που μας βάζουν έξω από το χρονικό, ελεύθερους και αθάνατους κάπως, σαν στίχους. Τώρα γίνεται λόγος για την ενεργή μονάχα παρουσία του τεχνίτη στην δοκιμασία της αίσθησης. Μια αποκάλυψη για την πλευρά του ποιητή που παραμένει ενεργός, πάει να πει μες στην εποχή του, ενώ την ίδια στιγμή σκάβει με αφοσίωση στο φέρσιμο και το γιατί ενός άλλου καιρού. Με την διαδικτυακή του παρουσία ο εμπνευστής του αφοπλιστικού απέναντι καθίσματος των εκδόσεων Εκάτη, προτείνει, θυμίζει και μαθαίνει πολλούς από εμάς για τους ποιητές που άδοξα εχάθησαν. Συγκρατώ το ποιήμα του Αντώνη Γκαντζή που γνώρισα από τις δημοσιεύσεις του και που υπήρξε μαζί με τόσους που ανασύρει η ευαισθησία του κ. Κουντζάκη, ένα δείγμα μόνο του πυκνού, ποιητικού σύμπαντος αυτής εδώ της διαχρονικής μητρόπολης που δεν χρειάζεται χάλυβα και γυαλί, μήτε τις συστάσεις του γέρο Ράιτ. Αρκείται με την αγωγή του που καθρεφτίζεται παρόμοια στους στίχους του απέναντι καθίσματος.

Μην γελιέται κανείς εκεί έξω, πως τάχα η προσευχή του Γιώργου Σαραντάρη κατορθώνεται έτσι εύκολα, εκεί έξω. Ο Βασίλης Κουντζάκης αναμετριέται με την πολυφωνική, ποιητική πραγματικότητα του καιρού μας. Αυτό σημαίνει πως με την αξιοπρέπεια του κρινόμενου και το θάρρος του κριτή στέκει στο απέναντι κάθισμα, δεν φεύγει, δεν φοβάται. Τα αφήνει όλα γυμνά, στην πιο πειστική εκδοχή τους, εκπληρώνοντας μια υποχρέωση της ποίησης που αντέχει πεισματικά, με εφόδιο το τραγούδι της, εκεί έξω. Απροσποίητα αφοσιώνεται στην βαθιά του παρόρμηση στήνοντας σκηνογραφίες που ποτέ και κανείς δεν ονειρεύτηκε. Έξω από την όραση.




Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Δελτίο καιρού - Βασίλης Κουντζάκης

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ


Σε ποιον αστερισμό βρίσκεσαι σήμερα;
Σε ποια μονόπρακτα εντυπώσεων κατοικείς;
Προς τα πού πνέει η ήττα;

Η νύχτα πυκνώνει,
μέσα σε ταπεινώσεις, πλιάτσικα χρόνου
και παθολογίες σε πρώτο πρόσωπο.


*Από τη συλλογή "Το απέναντι κάθισμα" (εκδ. Εκάτη, Απρίλιος 2020). 






Το απέναντι κάθισμα

Δείγμα γραφής από τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου, «Το απέναντι κάθισμα» (εκδ. Εκάτη), που μόλις κυκλοφόρησε.

*Από το ιστολόγιο "Το τρένο της ποίησης". 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Ντέμης Κωνσταντινίδης

Προς τι οι πόζες;
Της Marlboro θυμήσου
τον καουμπόη.

Και δες, κατράμι
πώς γίνεται το μέσα
απ' τα πακέτα.

Δεν τα σηκώνουν
όλοι τα ποιήματα,
τη μαύρη πίσσα.

Υγιεινιστής
να 'μενες καλύτερα.
Και καριερίστας.

Ντέμης Κωνσταντινίδης, 3.8.2019


*Το ποίημα και η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από τη σελίδα του ποιητή στο facebook.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Βασιλική Γεροκώστα

Έτσι οι άνθρωποι παραπονι-
ούνται περιμένοντας το λε-
ωφορείο, "μόνο το δικό μου
δεν περνάει", περνούν λοιπόν τη ζωή
τους περιμένοντας να περάσει το δικό
τους, όμως κανενός "δικό" δεν περνά-
ει γιατί περνάει πάντα των άλλων κι
έτσι εγώ, φίλοι μου, ή θα πάρω το επό-
μενο ή θα πάω σπίτι με τα πόδια.

Βασιλική Γεροκώστα, Ασανσέρ, εκδ. ιδίοις κόποις, 2009.



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Λεωνίδας Κεφαλάς

Ο ΚΑΙΡΟΣ  

X

σπασμένη κοπέλα
σπασμένο φως

αγαπήθηκες περισσότερο απ' ότι 
ο Χριστός από τους 
πρώτους Χριστιανούς

γιατί εσύ είσαι βυσσινί 
αλλά
και στους ιριδισμούς ακόμα υπάρχεις

Λεωνίδας Κεφαλάς, Πλατεία Ευκαλύπτων, εκδ. Το Ροδακιό, 2001.



Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Γιώργης Μακελάρης

λόγια αέρα


Τα καλοκαίρια σκάνε οι ψιψίνες
πέφτει η νύχτα και κινούν για το λιμάνι
μήπως και βρουν κανένα μικρό ψάρι
από αυτά που δεν τραβάν στην αγορά
τα πεταμένα στην προβλήτα απ' τον ψαρά 
με ύφος
εσάς, σας πρέπουν νύχια όχι πηρούνια.

Μα του ψαρά δεν του περνάει απ΄το μυαλό
πως οι ψιψίνες που κινούν για το λιμάνι
έχουν τα νύχια νυσταγμένα
και περπατούν με βήμα σαν αυτό που έχουν όσοι 
βγαίνουν από το κρατητήριο χαράματα Δευτέρας.

Γιατί στο κάτω κάτω και αυτές
κάτι ανάλογο ακούσαν
κάτι του στυλ
εσάς, σας πρέπουν κοκοβιοί όχι τσιπούρες.

Γιώργης Μακελάρης, Αύγουστος 2016  

*Το ποίημα και η φωτογραφία της ανάρτησης είναι από το blog του ποιητή 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Χ. Π. Σοφίας

ΑΙΩΝΕΣ 

Αιώνες τώρα το σπέρμα έχει τη θλίψη του θεού
Αιώνες τώρα η μήτρα έχει τη χαρά του ανθρώπου 

~*~

ΑΠΟΥΣΙΑ 

Τί γυρεύει η θάλασσα στο δωμάτιό μου;
Δε γνωρίζει την απουσία σου;

~*~ 

ΕΓΩ

Τη γλώσσα μού τη δίδαξαν 
Τη σιωπή την έμαθα μόνος μου 

~*~

ΚΕΝΟ 

Γεμίζεις το κενό 
Παίρνοντας το σχήμα του άλλου
Και το λες ευτυχία 


Χ. Π. Σοφίας, "Μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν", εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα, 2018.



Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Νικόλας Ευαντινός

Ενεός...

μπροστά σε κάποιο νυχτερινό του Chopin.

Θεόρατη η σκιά του λεπτού της χεριού πάνω στη λεπίδα σελήνη. Τα μαλλιά της λευ-
τερώνονται και φτιάχνουν πεντάγραμμα για τριβελιστό τραγούδι των γρύλων. Οι
παράνυμφες λεμονιές την καμαρώνουν. Με τη μυρωδιά της φλούδας τους ραντίζουν
το στροβιλισμό της. Καθώς βαρυπατά τον αέρα της νύχτας, ανοίγονται πηγάδια σε
κάθε της βήμα, - στο βάθος τους το φεγγαρόφωτο πολλαπλασιάζεται. Η πίστα του
χορού της μια κοιλάδα νυχτερινών ουρανών. Καθώς λυγίζει στο πλάι το λαιμό, από τα
βλέφαρα γλιστράει μια ευχή - να πιανόμουν στην ουρά της βραδινής δροσιάς στον αυλό 
της σελήνης να χανόμουν. 

Ναι, πάει καιρός που μένω πίσω από το τζάμι να κοιτώ τον κήπο. Πάνω του πέφτουν
ψιχάλες. Σαν χαμηλόφωνες νότες λυγίζουν τα χέρια μου που κρατούν ένα άδειο φό-
ρεμα...

Νικόλας Ευαντινός, Ενεός, εκδ. Μανδραγόρας, 2012.



Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Απόστολος Θηβαίος

"ΕΛΕΝΗ"

Οι άνθρωποι, Ελένη,
οι μόνοι άνθρωποι των ασύλων, 
είναι καμωμένοι από σύρμα και λύπη.
Να έρθεις,
να φανείς,
να ρωτήσεις για την πορεία της υγείας μου,
ύστερα να κοιταχτούμε βαθιά,
μέχρι ολόκληρο το δωμάτιο να μυρίσει αγκαλιά.
Να μην τρομάξεις
που θα ξερνώ το φως από τα μάτια μου.
Να έρθεις, Ελένη, να φανείς,
να σταθούμε αμίλητοι εμπρός 
από τα απομεινάρια των καλοκαιριών...

Απόστολος Θηβαίος, "17", εκδ. Εκάτη, 2011.


*Φωτογραφία: Βασίλης Κουντζάκης, Αίγινα, 2016

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Πέτρος Στεφανέας

ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ


Σε κάθε σπίτι υπάρχουν τρία ζεύγη
    παπουτσιών τουλάχιστον

Για την κάθε μέρα
Για την εξοχή
Για τους γάμους και βαπτίσεις

Τα καφέ χρώματος είναι δικά μου
Τα κορδόνια υπομένουν το ίδιο πόδι
Το αναμένουν καλημερίζοντάς το
Το εγκαταλείπουν κάθε βράδυ
Ακόμα και οι κάλτσες προσαρμόζονται

Τα βερνίκια και τα βουρτσάκια
Είναι στα χέρια μου η συνθήκη υποταγής τους

Θυμάμαι τους λούστρους
Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν τουλάχιστον πέντε
Στην οδό Ακαδημίας
Όπισθεν της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Πονάνε τα πόδια μου από τότε


Πέτρος Στεφανέας, Μηχανισμοί Αντικυθήρων, εκδ. Το Ροδακιό, 2015.