Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Βογαζιανός - Ροΐδης

*Η πόλη ως διάσταση ανάγνωσης του κόσμου και ως σύμβολο - μια ακούσια ποιητική συνομιλία 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Αργά, ηδονικά με δεξιοτεχνία 
βυθίζει ο πάνθηρας τα νύχια του 
στο υπογάστριο της πόλης
τη μέρα είν' αόρατη η ψυχή μας 
τη νύχτα όμως φωσφορίζει στο σκοτάδι 
και είν' αυτή που ακούει το λυγμό της πόλης
καθώς τη βρέχουνε τα δάκρυα της 
και η μόνη που καταλαβαίνει το παράπονό της 
γι' αυτή την έλλειψη πρωτοτυπίας στο θάνατό της 
και όλες τις κοινοτοπίες που την πνίγουν. 

Ευάγγελος Βογαζιανός, <<Αναφανδόν>>, Αθήνα, 1983.


ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ

Γίνανε όσα γίνανε
Και όμως - η βαρετή πίεση -
Παραμένει ακόμα ολόιδια η ζωή
Το ισχύων πολίτευμα
Τεράστιο βήμα νεκρών ανθρωποτήτων
Η άσκηση του τέλους
Μάρτυρας πρωταρχικού κινήτρου
Βιασμός σε ανοιχτό δωμάτιο
Τυφλότητα και νηφάλιοι νόμοι
Ο επιζών διαμαρτύρεται
Οι παλιές πόλεις σε συναγερμό
Άκρως ερωτικές

Δίχως κατοίκους.

Στέλιος Ροΐδης, <<ΚΟΣΜΟΙ>>, εκδ. Image, 2019.


**Φωτογραφίες: Κατερίνα Ζησάκη 

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Μαρκόπουλος - Δαυλόπουλος - Στριγγάρη

*Τρία ελληνικά ποιήματα με τον τίτλο "Ακάλυπτος χώρος"

Ακάλυπτος χώρος, Ι

Ξυπνάει και κοιτάζει το σπίτι του.
Τα τετραγωνικά του λίγα,
τα έπιπλα με την αξιοπρέπεια ρυθμισμένα, της ανάγκης.
Τα ρούχα του, τα σακάκια μετρημένα, το ίδιο.
Το παντελόνι μεταξύ ατημελησίας και διαφαινόμενης φθοράς.
Τα παπούτσια επίσης, γεμάτα γαζιά,
που η τέχνη του μάστορα επιμελώς είχε "κρύψει"
ενώ τα πόδια του ανυπεράσπιστα, μαλακά
καθώς φοράει τις κάλτσες
του θυμίζουν πως δεν ήταν
και για πολύ μεγάλα, εντέλει, στη ζωή πράγματα.
Ύστερα φτιάχνει τον καφέ του.
Φέρνει δυο μαραμένα φρούτα, λίγο μέλι και θυμάται,
ώσπου έτσι φτάνει πια σιγά σιγά το μεσημέρι,
τρώει, πλαγιάζει και σηκώνεται κατά τις επτά.
Συνήθως - και ύπουλα - τον διαβρώνει την ώρα εκείνη
ένα υφέρπον παράπονο
και ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια,
του κόβει τον κόσμο στα δύο.

Κάπως έτσι λοιπόν ένα βράδυ
το αίμα θα μπουκάρει μέσα στο σκάφος - στο κρανίο του -
θα τα βρέξει όλα, θα τα γεμίσει και θα πεθάνει.

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, 2010. 


ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ 

Τώρα που άπλωσαν 
στα τεντωμένα σου χέρια 
τα λευκά ενθυμήματα οι φίλοι,
οι καμινάδες τριγύρω 
σκορπίζουν καπνούς και αιθάλη. 
Αχός Μπαρμπαριάς στον ακάλυπτο χώρο.
Η Γαλάτεια σπουδάζει ρυθμική και χορό.

Τα περιστέρια, γίναν επικίνδυνα 
κι απειλούν, τα σπουργίτια που τρέμουν. 
Στα κλουβιά, τα κανάρια, σιωπούν. 
Στον ακάλυπτο χώρο 
αχός Μπαρμπαριάς...

Αυτοί οι τοίχοι που σμίγουν 
σε οξείες γωνίες,
πατούν πάνω σε στέρεα θεμέλια.
Ο Τυρταίος στηρίζει το μπόι του 
στις εύθραυστες κνήμες του.

Ισοβίτισσες Πηνελόπες 
στα μπαλκόνια ψηλά,
τινάζουν κοπιάζοντας 
στρωσίδια κι απόβλητα. 

Ένα κόκκινο φόρεμα 
αιωρείται σπαράζοντας. 
Ασώματο δέρμα μαντόνας 
που πήρε το άσπιλο δέμας της 
στυγερός εκδορέας. 
Στις πέρα ταράτσες αντέννες, μπουγάδες, καπνός. 

Τώρα που εμπιστεύτηκαν
στα τεντωμένα σου χέρια 
λευκά ενθυμήματα,
βρέχει. 
Σπιλώνετ' η όψη σου τώρα. 
Και συ να φοράς τα παπούτσια εκείνα 
με τα βάρη στα πέλματα...
Καρφωμένος στον τόπο της έκθεσης 
να λυγίζει η βροχή τα κλαδιά των ματιών σου.

Κι η Γαλάτεια να παίρνει μαθήματα 
ρυθμικής και χορού πάνωθέ σου. 

Τάκης Δαυλόπουλος, Η πολιτεία που φεύγει, εκδ. Κέδρος, 1980. 


ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ 

Κυλούν οι μέρες μου σα δίσκος στο πικ-απ που παίζει σε
λιγότερες στροφές απ' ό,τι πρέπει. Μουχλιάζουν μέσα
μου τα χρώματα και μένω στο μπαλκόνι τα πρωινά, απ' 
τα στρωσίδια να τινάζω τα όνειρα της νύχτας. Έχει τη 
δύναμη που σπάζει τις πυξίδες ή έλλειψή σου. Και μένω 
αναποφάσιστη και μένω ακόμα να ερευνώ πού χάθηκαν 
τόσα χαμόγελα, τόσες διαβεβαιώσεις...

Έλενα Στριγγάρη, Ακάλυπτος χώρος, εκδ. Δωδώνη, 1974.