Ύστερα τραβούσα το καζανάκι κι ά-
δειαζε πάνω μου ο ουρανός τα σύννεφά του
τα μελαγχολικά, το σπίτι γέμιζε νερό, άρχι-
ζαν ν’ ανεβαίνουν τα έπιπλα, σαν σκουπίδια
πεταμένα, μέσα σε λιμάνι εγκαταλειμμένο.
Τα βιβλία πλατανόφυλλα ανοιχτά, να επι-
πλέουν. Κι έσβηναν τα γράμματα. Μελάνι
γέμιζε ο τόπος και χάνονταν όλα, μαζί με το
μάταιο χρόνο, που αδιάφορα μάς ανέχεται.
… Κι ο θόρυβος να ’ρχεται πάλι και
πάλι, σαν από χαλίκια. Γίνονταν αιχμηρός,
πλήγωνε την ψυχή μου τη μουσγή απ’ αγά-
πη κι αγωνία και βούλιαζα σε μια κάμαρη
ήσυχη σαν στέρνα μικρή, παραμελημένη κι
ακύμαντη…
Δημήτρης Παπαχρήστος, Διάτρητος, εκδ. Ιθάκη, 1982.