Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενιά του '70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενιά του '70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Θανάσης Μαρκόπουλος

*Από το προφίλ του Θανάση Μαρκόπουλου στο FB 

Περί λύχνων αφάς
Κυριακή 2 Μαΐου 2010 
(1923-2010)

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Καιρός του φτερού
καιρός της σπουδής
κι έπεσες κι εσύ στη λούμπα πατέρα
κι όλο μου τηλεφωνείς
ποτέ δε μου γράφεις
όμως αύριο που θα φύγεις
τι θα μείνει να σε θυμίζει πατέρα
εγώ τα γράμματά σου νοσταλγώ
μιας άλλης εποχής
που καρφώνουν τη μνήμη σαν φέρετρο
μ’ εκείνες τις ακίδες της έγνοιας σου
τις εκτενείς αναφορές τα αιφνίδια λάθη
κι εκείνο το γκρέμισμα των σωμάτων
κατά τον τρόπο της βροχής

ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΕΝ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΙΑ

Σ’ αυτό το κιβώτιο κείτονται
τα σύνεργα του πατέρα
που χτίζανε τον άνεμο
στο δημώδη σκοπό πουλάκι ξένο
και σάρκα φορούσαν στο τίποτα

Σ’ αυτό το κιβώτιο σήπονται 
τα οστά του πατέρα

(Έκδ. 1996)


Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Αντώνης Γκάντζης

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 


Με την ψυχή κελί στις μνήμες. 

Με κείνο το γαλάζιο γιασεμί γονατιστό, στο νοτισμένο 
      σάρκινο χώμα της. 

Έτσι ανεξάντλητα φορτωμένους σας είδα:
Αλέξανδρε     ό  χ  ι     του Φιλίππου 
Δωροθέα        ό  χ  ι     των θεών 
Μαρία            ό  χ  ι     του Χριστού 
να βυθίζεστε στις περιοχές των επόμενων βημάτων σας
ώσπου χαθήκατε κι απόμεινε ένα καπέλλο, ένα ταγάρι 
       κ' ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σαντάλια 
να επιπλέουν στις πλάκες του πεζοδρομίου - εκεί στην 
       παραλιακή λεωφόρο - 
καθώς κάποιο αίσθημα μιας πρόσκαιρης νίκης 
- αλλά σωστά υποταγμένης στην τελική της ματαιότητα -
έπνεε απαλά, δίκαια, λικνίζοντας τους φοίνικες ή τα μαλλιά 
       όλως εμάς,
που χειροκροτούσαμε τους αγώνες ταχύπλοων σκαφών 
κάπου ανάμεσα στο Παλιό Φάληρο και την αιωνιότητα. 


Αντώνης Γκάντζης, Αποκαθήλωση στα θρύψαλα του φεγγαριού, 
εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1979.


Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Κώστας Μαυρουδής

Απόγευμα σε πόλη γαλλική [11] 

Σαν την απρόσιτη περαστική. Ό,τι απομακρύνεται είναι ποίηση. Τελευταίο απόγευμα εδώ. Το ήσυχο άρωμα του καφέ μπαίνει από αόρατες εισόδους στο δωμάτιο. Βαλίτσες που διπλασιάζονται μες στον καθρέφτη του διαδρόμου και βαραίνουν. Φεύγει ο επισκέπτης. Όπως το ποίημα επιστρέφει στην αρχή του, ζητώντας τη σιωπή που προηγήθηκε.

Κώστας Μαυρουδής, Το δάνειο του χρόνου, εκδ. Κέδρος, 1989.


Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Μαρκόπουλος - Δαυλόπουλος - Στριγγάρη

*Τρία ελληνικά ποιήματα με τον τίτλο "Ακάλυπτος χώρος"

Ακάλυπτος χώρος, Ι

Ξυπνάει και κοιτάζει το σπίτι του.
Τα τετραγωνικά του λίγα,
τα έπιπλα με την αξιοπρέπεια ρυθμισμένα, της ανάγκης.
Τα ρούχα του, τα σακάκια μετρημένα, το ίδιο.
Το παντελόνι μεταξύ ατημελησίας και διαφαινόμενης φθοράς.
Τα παπούτσια επίσης, γεμάτα γαζιά,
που η τέχνη του μάστορα επιμελώς είχε "κρύψει"
ενώ τα πόδια του ανυπεράσπιστα, μαλακά
καθώς φοράει τις κάλτσες
του θυμίζουν πως δεν ήταν
και για πολύ μεγάλα, εντέλει, στη ζωή πράγματα.
Ύστερα φτιάχνει τον καφέ του.
Φέρνει δυο μαραμένα φρούτα, λίγο μέλι και θυμάται,
ώσπου έτσι φτάνει πια σιγά σιγά το μεσημέρι,
τρώει, πλαγιάζει και σηκώνεται κατά τις επτά.
Συνήθως - και ύπουλα - τον διαβρώνει την ώρα εκείνη
ένα υφέρπον παράπονο
και ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια,
του κόβει τον κόσμο στα δύο.

Κάπως έτσι λοιπόν ένα βράδυ
το αίμα θα μπουκάρει μέσα στο σκάφος - στο κρανίο του -
θα τα βρέξει όλα, θα τα γεμίσει και θα πεθάνει.

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, 2010. 


ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ 

Τώρα που άπλωσαν 
στα τεντωμένα σου χέρια 
τα λευκά ενθυμήματα οι φίλοι,
οι καμινάδες τριγύρω 
σκορπίζουν καπνούς και αιθάλη. 
Αχός Μπαρμπαριάς στον ακάλυπτο χώρο.
Η Γαλάτεια σπουδάζει ρυθμική και χορό.

Τα περιστέρια, γίναν επικίνδυνα 
κι απειλούν, τα σπουργίτια που τρέμουν. 
Στα κλουβιά, τα κανάρια, σιωπούν. 
Στον ακάλυπτο χώρο 
αχός Μπαρμπαριάς...

Αυτοί οι τοίχοι που σμίγουν 
σε οξείες γωνίες,
πατούν πάνω σε στέρεα θεμέλια.
Ο Τυρταίος στηρίζει το μπόι του 
στις εύθραυστες κνήμες του.

Ισοβίτισσες Πηνελόπες 
στα μπαλκόνια ψηλά,
τινάζουν κοπιάζοντας 
στρωσίδια κι απόβλητα. 

Ένα κόκκινο φόρεμα 
αιωρείται σπαράζοντας. 
Ασώματο δέρμα μαντόνας 
που πήρε το άσπιλο δέμας της 
στυγερός εκδορέας. 
Στις πέρα ταράτσες αντέννες, μπουγάδες, καπνός. 

Τώρα που εμπιστεύτηκαν
στα τεντωμένα σου χέρια 
λευκά ενθυμήματα,
βρέχει. 
Σπιλώνετ' η όψη σου τώρα. 
Και συ να φοράς τα παπούτσια εκείνα 
με τα βάρη στα πέλματα...
Καρφωμένος στον τόπο της έκθεσης 
να λυγίζει η βροχή τα κλαδιά των ματιών σου.

Κι η Γαλάτεια να παίρνει μαθήματα 
ρυθμικής και χορού πάνωθέ σου. 

Τάκης Δαυλόπουλος, Η πολιτεία που φεύγει, εκδ. Κέδρος, 1980. 


ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ 

Κυλούν οι μέρες μου σα δίσκος στο πικ-απ που παίζει σε
λιγότερες στροφές απ' ό,τι πρέπει. Μουχλιάζουν μέσα
μου τα χρώματα και μένω στο μπαλκόνι τα πρωινά, απ' 
τα στρωσίδια να τινάζω τα όνειρα της νύχτας. Έχει τη 
δύναμη που σπάζει τις πυξίδες ή έλλειψή σου. Και μένω 
αναποφάσιστη και μένω ακόμα να ερευνώ πού χάθηκαν 
τόσα χαμόγελα, τόσες διαβεβαιώσεις...

Έλενα Στριγγάρη, Ακάλυπτος χώρος, εκδ. Δωδώνη, 1974.


Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Ανδρέας Αγγελάκης

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ 

Κοιτάζοντας τα φθαρμένα του παπούτσια συλλογίστηκε. 
Στην μελαγχολία αποκαλύπτεται ο θεός·
όλα εκείνα τα σύννεφα που φεύγουν
ή έρχονται στα όνειρά μας
ευγενικά ραντίζοντας τον ύπνο μας 
είναι μηνύματ' ασφαλή και σπάνια ξεγελούν. 

Η θλίψη για το εύθραυστο των πραγμάτων
τροφοδοτεί την πίστη μας, ιδίως τη νύχτα, 
όταν κουράζονται στις συνδιαλλαγές τους οι άνθρωποι
και μένουν σκυφτοί, μη περιμένοντας τίποτα. 

Ανδρέας Αγγελάκης, Ο πρίγκιπας των κρίνων, β' έκδοση, Αθήνα, 1980.



Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Μανώλης Πρατικάκης

(Θ)

Σιωπηλή στ' αμίλητα νερά
του ύπνου μου. 
Με δυο μεγάλα κουπιά στους ώμους
να χτυπάς τη σβησμένη 
μεριά του καιρού και να φέγγει 

στο βάθος τ' ακρογιάλι των μικρών
αγοριών που ήμουν. 

Μανώλης Πρατικάκης, Λιβιδώ, α' έκδοση, εκδ. Κέδρος, 1978. 



Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Δύο ποιήματα για την καύτρα του τσιγάρου


Άστρα

Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.

Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος

(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).

Χρήστος Μπράβος
*Από την ποιητική συλλογή «Ορεινό καταφύγιο», Τυπογραφείο «Κείμενα», Αθήνα 1983.



~*~

Οι ποιητές

Τα βράδια οι διαβάτες 
περνούν μέσα από τα πάρκα για να κόψουν δρόμο. 

Εμείς τους βλέπουμε.
'Η, μάλλον, βλέπουμε την καύτρα του τσιγάρου τους. 

Γιώργος Μαρκόπουλος
*Από την ποιητική συλλογή "Οι πυροτεχνουργοί", εκδ. Τραμ, Θεσσαλονική 1979.  



Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Θανάσης Νιάρχος

Ταυτότητα 

Γεννήθηκα
σαν ένα φθαρμένο νόμισμα
τις ρωγμές του να βαθαίνει
γιατρεύοντάς τες.

~*~

Γεύση θανάτου 

Ο κόσμος είταν πολύς
μ' εκλεκτική ειδικότητα στις καλές τέχνες
το δείπνο εξαιρετικά ελαφρύ
η μουσική - ω η μουσική - αποκλειστικά κλασσική
μα μενα κάτι μου θύμιζε
-άθελά μου βεβαίως-
το χώρο μιας εκτέλεσης
μ' αναρίθμητους μελλοθάνατους
που είχαν καταδικαστεί
"επί λιποταξία".

Θανάσης Νιάρχος, "Εικοσιτέσσερα νυχτερινά τραγούδια", 1970.

*Salvador Dali - Dinner in the Desert (by Giraffes on Fire), 1937 


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Βασίλης Στεριάδης (1947-2003)

Το ποίημα Τζένη 

β

[...]
Σκέψου κάθε πρωί όταν ξυπνάς
έχεις μια αίσθηση πιο σύγχρονη της μοναξιάς σου
γι' αυτό αλλάζεις ντύσιμο, 
χτενίζεσαι με τον καινούργιο τρόπο
κοιτάζοντας με προσοχή μες στον αδιάφορο καθρέφτη
ύστερα παίρνεις τα βιβλία σου βαριεστημένη, πας στο μάθημα.
Τι να τα κάνεις τα μαθήματα
κι εγώ τα ποιήματα τι να τα κάνω;
Καλημέρα σου.

Βασίλης Στεριάδης, Ο κ. Ίβο, εκδ. Κέδρος, 1978.


*René Magritte, La Reconnaissance Infinie, 1961


Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Πούλιος - Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα

Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα

Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά,
σεργιανίζοντας πάνω κάτω στη μεθυσμένη μου απογοήτευση,
γυρεύοντας μια πόρνη κάτω ή έναν φίλο ή την ανάσταση.
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής λογής
βολτάρουν τη νύχτα, και σιδερένια σκυλιά που κορνάρουν,
γάτες στους σκουπιδοντενεκέδες και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά, άμυαλε
γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ
γλυκοκοιτάζοντας τις πουτάνες και πίνοντας ένα
διπλό ουίσκι. Σ” ακολούθησα μέσα από ομίχλες
από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων
μαλλιών μου. Κάθισα να με κεράσεις
πάνο στο σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά
καθισμένα αγάλματα.
Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας.
Οι χαφιέδες μάς κοιτάζουν καχύποπτα και
τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μάς κουβαλήσει στο σπίτι;
Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα  μου. Τι ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά
και βουή, αναβασμένος στην κορφή της ελπίδας,
όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σαν μαχαίρι
απ” τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα
παράλυτος με τ” όραμα μιας αυγούλας
που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τού” λαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πως
θα τα πω. Φριχτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ” αποψινό μας μεθύσι,
σ” όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.
Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ” αγάλματα
της Αθήνας, προσκυνώντας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς και εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ” την τρέλα
μου γέρο, όποτε μού τη δώσει θα
σε σκοτώσω.

Λευτέρης Πούλιος, Ποιήματα (Επιλογή 1969-1978), εκδ. Κέδρος, 2001.

*Charlotte Olmsted, “A Night at the Bar” 


Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Τρία ποιήματα του Γιώργου Κ. Καραβασίλη

ΓΙΑ ΣΕ, ΠΟΥ ΞΕΚΟΨΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ

Για σε, που ξέκοψες απ’ το πλευρό του μελισσιού
Και ήρθες να μεθύσεις στο φιλί μου
Θ’ αλλάξω τα μάτια μου.
Για σένα, βέλασμα της ακατοίκητης αυγής,
Με βλέμμα νεκρού αγαπημένου θα φορτίσω τα μάτια μου.
Του πρώτου κόσμου έμβρυο που κούρνιασες στο στέρνο μου,
Θ’ ανεβώ την ηλικία της άγνοιας και της σοφίας
Τα μάτια σου ν’ ανοίξω, το σώμα σου να χτίσω.
Δροσιά μαντηλιού σ’ ετοιμοθάνατο,
Ευφροσύνη χιονιού σε θάλλον στήθος να σε πω.
Και σαν στο αίμα σου, του κάλλους οι βυθοί αναβοσβήνουν,
Θα ξεριζώσω αυτά τα μάτια,
Θα ξεκληρίσω τη δυναστεία του πάθους,
Για να μπορώ κι εγώ να στεγαστώ αγάπη μου,
Για να μπορώ κι εγώ ν’ αγαπηθώ.

~*~

ΠΡΩΙ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Όταν περνάς στο νυχτικό της πρωινέ νοτιά 
Η σάρκα της παίρνει τη ρώμη του τοπίου 
Και το μικρό δωμάτιο 
Ο ερωδιός
Κρεμά το βλέμμα της στο σύμπαν.

~*~

ΦΟΥΓΚΑ 

Ας κρατήσεις την ήσυχη νύχτα
Στο μουσικό κρύσταλλο τ' άστρου. 
Τσαμπί το φεγγαρόφωτο ορθώνει 
Τις ρίζες της καρδιάς μας.
Η αγάπη γεννιέται στο χνώτο της γης
Κάτω από τα μουσκεμένα φύλλα. 
Ας κρατήσεις την ήσυχη νύχτα
Κι η γη και τ' άστρα και το φεγγαρόφωτο 
Καρποφορούν φωνήν αγάπης.
Ας κρατήσεις την ήσυχη νύχτα
Κι η αυγή μονάχα να' ρθει να σε κοιμήσει 
Στης ανάσας το ράγισμα. 

Γιώργος Κ. Καραβασίλης, "Καλλιέργεια του Αίματος" (1970-1984), εκδ. Γνώση, 1984. 





Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Θανάσης Βενέτης (1936-2014)

Ποτέ δε θα μάθεις το άλλο μου πρόσωπο, το άλλο μου όνομα
δε θ’ αγαπήσεις ποτέ τα χιόνια που αγάπησα.
Σε ξεγέλασαν οι αράχνες μου
οι πλάνητες και αλαζόνες στίχοι μου
σε παγίδεψαν
οι καθημερινές μελετημένες μου κινήσεις
οι άλλες μου εκδοχές.

Ελάχιστο μόριο στις τεράστιες συγκεντρώσεις

δε θα με δεις ποτέ, στα γήπεδα και στις πλατείες
να καίω τα μυστικά μου αλώνια.

Δε θα μάθεις ποτέ για τα φτωχά μου ζεϊμπέκικα

που χόρεψα ξενύχτης και μονάχος.

Σ’ έχω δει πολλές φορές να με κοιτάς

σα να περισσεύω στη ζωή σου.

Θανάσης Βενέτης, Αραχναία Νήματα, 1984.




Μιχάλης Χελιώτης

Το κορμί μου γέμισε βρύα Ξύνομαι ν απαλλαγώ Και τότε ανάβει εντός μου Μια κάψα, μια πυρκαγιά έρωτα. Που πάει; Υπομονή. Θα έρθει το φθινόπωρο...