Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Ένα κείμενο του Νίκου Σκαραμαγκά για "Το βασίλειο της Σιωπής" του Τάσου Μπέσιου

Η οντολογική εμπειρία του χώρου και του χρόνου στην ποίηση του Τάσου Μπέσιου με αφορμή μια ηρακλείτεια ανάγνωση του ποιήματος «Το βασίλειο της Σιωπής»

Το βασίλειο της Σιωπής

Σε ανηφόρα κίτρινου Οκτώβρη προχωρούν

Σε κυλιόμενο διάδρομο όπως. Κάθε βήμα

πώς βαραίνει στην πλεκτάνη αεικίνητου εδώ…!

Κάθε επόμενο βήμα της στιγμής το φλασάκι φωτίζει

σε εσοχές μακρινές, σε εποχές εαυτού

σκοτεινά φωτισμένες. Όπου… στην κορυφή το δικό τους

ρολόι βηματίζει τρελά και ήχος χωλός αντηχεί

στην κοιλιά τους. Σπόρους πλάνης και σταγόνες

βροχής λέξεις μικρές στα φτερά τους προσφέρουν 

για δείπνο. Σε πρελούδιο χρυσό η αυγή

σαν μωρά τους φασκιώνει. Λίγες μόνο…

λίγες μόνο στιγμές τα ονόματα πριν εκραγούν

και στον χώρο απλωθεί το βασίλειο της Σιωπής.


Τάσος Μπέσιος, συλλογή «Αιφνίδιων ήχων φως» εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2020


Πρόλογος

Μόνο για μείζονα ποιητικά έργα μπορεί να ειπωθεί αυτό που υποστηρίζει ο M. Blanchot στο βιβλίο του «Ο χώρος της λογοτεχνίας», ότι: «Γράφω σημαίνει γίνομαι ο αντίλαλος αυτού που δεν μπορεί να σταματήσει να μιλά. Γι’ αυτόν τον λόγο επιβάλλω σιωπή … Η σιωπή αυτή έχει την πηγή της στην αυτοεξάλειψη στην οποία καλείται εκείνος που γράφει … ούτως ώστε μέσα σ’ αυτήν τη σιωπή να αποκτά μορφή, συνοχή και νόημα η ατέρμονη ομιλία του “είναι”». Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που το ποίημα του Τάσου Μπέσιου «Το βασίλειο της Σιωπής» συνιστά την αναγκαία σιωπή του λόγου μέσα απ’ την οποία ο αναγνώστης ακροάζεται τη δίχως όρια λαλαίουσα σιωπή - ηχείο της οποίας είναι ο ποιητής - του «είναι», κατά τον Ηράκλειτο «Φύσις» η οποία «κρύπτεσθαι φιλεῖ» (η φύση αγαπά να κρύβεται) ή διαφορετικά διατυπωμένο «… η πραγματική πραγματικότητα/ που πάντα/ απουσιάζει» (Τάσος Μπέσιος, από το ποίημα: «Φωτοαυτοβιογραφία» της συλλογής «Η Λέσχη του Χρόνου», εκδ. Πλέθρον 1994).

Είναι αυτή η κοινή βαθειά ρίζα της οντολογικής εμπειρίας ανάμεσα στον στοχαστή και τον ποιητή, η οποία αβίαστα προκύπτει από την ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος, που άμεσα δημιουργεί τη νοηματική συνήχηση των υψιπετών φιλοσοφικών σπαραγμάτων του Ηράκλειτου με τους εικονοπλαστικούς αιχμηρής λυρικής αμεσότητας στίχους του ποιητή. Επιπλέον το κοινό τους οντολογικό υπόβαθρο επιτρέπει τη συνάντησή τους στα κράσπεδα του χρόνου και την κριτική προσέγγιση του ποιήματος συνυφασμένη με συγκεκριμένες ρήσεις του Ηράκλειτου στο πλαίσιο βέβαια μιας νοηματικά αμοιβαίας εμβάθυνσης.

Η άδηλη μουσική της χρονικής δομής του ποιήματος

Έδαφος αυτής της υπό ανάλυσης συνήχησης του ποιήματος «Το βασίλειο της Σιωπής» με τα αποφθέγματα του Ηράκλειτου αποτελεί ο κεντρικός θεματικός άξονας του ποιήματος, ο χρόνος, στην ειρκτή του οποίου υφαίνεται το δίπολο Λόγος/ Σιωπή, δηλαδή ο παγιδευμένος στη ροή του χρόνου Λόγος, ο οποίος τη στιγμή που αυξάνει ακραγγίζοντας - μέσα από τον οριακά απόντα από τον ίδιο του τον εαυτό ποιητή - το απροσπέλαστο πραγματικό, εκρήγνυται («… τα ονόματα πριν εκραγούν …») και σβήνει στη σιωπή. Επιβάλλεται λοιπόν η σύντομη προσέγγιση της χρονικής δομής του ποιήματος, η οποία στηρίζεται σε μια μουσική συνθετική αρτιότητα τεσσάρων ασύμμετρων χρονικών ρυθμών - της πορείας ανοδικής ή καθοδικής (;) των λέξεων που είναι και πορεία του ποιητή στο εσωτερικό του εαυτού του - αδιαίρετων με αναπαραστάσεις χώρων/ τοπίων ψυχικών.

α. Χρόνος αργός - σε σχέση με τον επόμενο χρονικό ρυθμό - καθώς η πορεία των λέξεων απλώνεται σε πέντε στίχους έως τον μέσο του έκτου και ο βραδύς ρυθμός τους δηλώνεται με φράσεις («Σε ανηφόρα … προχωρούν», «Κάθε βήμα πώς βαραίνει …»). Επιπλέον η πορεία των λέξεων παρουσιάζεται ως κίνηση παγιδευμένη «… στην πλεκτάνη αεικίνητου εδώ …!» σε ένα απροσδιόριστο ψυχικό τοπίο.

β. Επιτάχυνση του  χρόνου καθώς η στιγμή - που οι λέξεις με την προσφορά τους αναδύονται στην κορυφή του εαυτού - συμπυκνώνεται σε μία μόλις σύντομη φράση «Όπου … κοιλιά τους», ενώ επιπλέον εισάγει μια απουσία χρόνου εκφρασμένη με μια εικόνα αιφνίδιας απορρύθμισης «… ρολόι βηματίζει τρελά …» που αποτελεί προοίμιο σ’ ένα άχρονο παρόν (επόμενος χρονικός ρυθμός).

γ. Άχρονο παρόν παρατεινόμενης χρονικά αόριστης διάρκειας «Λίγες μόνο …/ λίγες μόνο στιγμές τα ονόματα πριν εκραγούν» αποκάλυψης της οντολογικής εμπειρίας άμεσα συνυφασμένης με τη συναίρεση των χωρικών ορίων του εσωτερικού (οι λέξεις με την προσφορά τους αναδυόμενες απ’ τον εαυτό: «Σπόρους πλάνης … για δείπνο») με τον εξωτερικό κόσμο (η ανταπόκριση της αυγής: «Σε πρελούδιο … φασκιώνει»).

δ. Χρόνος αιωνιότητα ως κενή παρουσία και χώρος ευρύς διεσταλμένος χωρίς ορατά όρια, ανοίκειος χωροχρόνος – εντός του οποίου απλώνει την επικράτειά του το άχρονο παρόν – κατειλημμένος από το βασίλειο της σιωπής «… και στο χώρο απλωθεί το βασίλειο της Σιωπής».

Ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς χρονικούς ρυθμούς παρεμβάλλονται επιβραδύνσεις χρόνου - είτε με τελείες ανάμεσα στους στίχους που συνιστούν σύντομες παύσεις/ σιωπές, είτε με αποσιωπητικά που δηλώνουν πιο βαθιές κοιλότητες σιωπής (π.χ. «Όπου … στην κορυφή», «Λίγες μόνο … λίγες μόνο στιγμές», «αεικίνητου εδώ … !») - οι οποίες υποτάσσουν τη ροή του λόγου στη βιο-οντολογική εμπειρία του ποιητή. Μέσα σ’ αυτές τις σιωπές εγείρονται οι λέξεις («ονόματα»), εύθραυστοι όγκοι οι οποίοι στο τέλος εκρήγνυνται εντός της άπειρης ανείπωτης σιωπής ενός ανοίκειου χωρίς όρια χωροχρόνου. Είναι όμως ο συντονισμός αυτών των ασύμμετρων χρονικών ρυθμών και των κοιλοτήτων σιωπής με τις βιοσυναισθηματικές ταλαντώσεις που προκαλούνται από τα μύχια της ψυχής του ποιητή, που προσδίδει στο ποίημα τον συνεκτικό ιστό μιας μουσικής ολότητας, για να ακουστεί, όσο αυτό είναι εφικτό, ανάμεσα στις λέξεις, στις σιωπές και στη θραύση των στίχων, η ανάκληση της πάντα ρέουσας υπεκφεύγουσας μουσικής της ύλης του χρόνου, «της λήθης του “είναι”» σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, όταν πλέον η πραγματικότητα έχει αποσυρθεί («…τα ονόματα πριν εκραγούν …») από τον ορίζοντα των ανθρώπων. Αυτή την εμπειρία άλλωστε καταθέτει ο ποιητής Τάσος Μπέσιος και στο ποίημα “Finis musicae” (από τη συλλογή «Αιφνίδιων ήχων φως», εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2020):

             

Finis musicae


Κι αν τα πουλιά εγκαταλείψουν τον ορίζοντα

κι αν οι ωκεανοί παγώσουν

κι αν οι ορχήστρες

σε στριγγό συριγμό φυλακιστούν

κι αν τα φύλλα τελεσίδικα

προσγειωθούν στο πέτρινο χώμα

κι αν τα γυναικεία βήματα

στο νυχτερινό πλακόστρωτο

σιγήσουν… Ακόμη και τότε

η μουσική θα αντηχεί …

αν γενναία τα ώτα

και τα μάτια της ψυχής ευήκοα.


Μετά από τη μικρή αναφορά στη συνοχή των τεσσάρων ασύμμετρων χρονικών ρυθμών, εισερχόμαστε στον πυρήνα της θεματολογίας, στην ανάλυσή τους, στο πλαίσιο της οποίας θα επιχειρηθεί η αμοιβαία νοηματική προσέγγιση/ απόκλιση του ποιήματος «Το βασίλειο της Σιωπής» με τις ρήσεις του Ηράκλειτου.

α) Χρόνος αργός

«Εκεί – εδώ/ το ίδιο σημαδεύουν/ τετραγωνικό.»

(Τάσος Μπέσιος, από το ποίημα «Συγκρατούμενοι»

της συλλογής «γεγονότα σιωπής», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2013)


Στο πρώτο πλάνο τα βήματα των λέξεων εμφανίζονται βαριά μέσα στο φθινοπωρινό μελαγχολικό τοπίο της ψυχής, επισφαλή «Σε κυλιόμενο διάδρομο όπως.», αλλά αποφασιστικά και επίμονα « … προχωρούν», υποτάσσοντας το βιολογικό ρυθμό εισπνοής/ εκπνοής εκφοράς του λόγου στον διακοπτόμενο ασθμαίνοντα ρυθμό της κοπιώδους προσπάθειας, κάτι το οποίο διαπιστώνεται από τη θραύση της συντακτικής δομής (το «όπως» βρίσκεται μετέωρο στο τέλος της φράσης). Η πορεία όμως αυτή των λέξεων εμφανίζεται διφορούμενη: η κίνηση είναι ανοδική ή καθοδική; Πρόκειται όμως για κίνηση; Ή για μια παράδοξη ταυτόχρονη ισχύ κίνησης/ ακινησίας - πάντως όχι ως διαλεκτική ενότητα σύνθεσης των αντιθέτων - χωρίς να αποκλείει η μία την άλλη; 

Προφανώς οι όροι της διάζευξης κίνηση/ ακινησία ισχύουν ταυτόχρονα χωρίς να αποκλείει ο ένας τον άλλο: πρόκειται για μια διηνεκή προσπάθεια μιας εσωτερικής χωρίς τέλος χρονικότητας - όπως δηλώνουν τα αποσιωπητικά στο τέλος του τρίτου στίχου – διακύβευμα της οποίας είναι να συλληφθεί μια εφήμερη παρουσία που κείται στο πυκνό δίχτυ από νύχτα και σιωπή που η απουσία υφαίνει. Μια απούσα παρουσία1, πάντοτε έκκεντρη υπεκφεύγουσα προς την οποία τείνουν οι λέξεις, άλλοτε πλησιάζοντας, άλλοτε απομακρυνόμενες, κάνοντας τα βήματα ολοένα και πιο βαριά, δίνοντας έτσι την εντύπωση μιας ειρκτής ατέρμονων κύκλων στην επικράτεια ενός ακατάλυτου «εδώ» - «Κάθε βήμα/ πώς βαραίνει στην πλεκτάνη αεικίνητου εδώ …!» - ενός ψυχικού χώρου με ασαφή περιγράμματα ή ακόμα χωρίς όρια.

Όλη η παραπάνω οντολογική εμπειρία ουσιαστικοποιείται σε δύο λέξεις, «αεικίνητο εδώ» - που παραπέμπουν στο «… οὔτε στάση οὔτε κίνηση.» (Burnt Norton του Τόμας Έλιοτ) – και οι οποίες συμπυκνώνουν με άμεσο τρόπο  τον προβληματισμό για την κίνηση/ ακινησία όπως εκφράζεται στους πολύ δυνατούς στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ (Burnt Norton, Τέσσερα Κουαρτέτα, μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012):

Στό ἀκίνητο σημεῖο τοῦ κόσμου πού γυρίζει. Οὔτε σάρκα οὔτε 

μή σάρκα·
Οὔτε ἀπό οὔτε πρός· στό ἀκίνητο σημεῖο, ἐκεῖ εἶναι ὁ χορός,
ἀλλά οὔτε στάση οὔτε κίνηση. Καί μήν τό ὀνομάσεις 

μονιμότητα,
ὅπου συγκλίνουν παρελθόν καί μέλλον. Οὔτε κίνηση ἀπό 

οὔτε πρός,
οὔτε ἄνοδος οὔτε πτώση. Χωρίς τό σημεῖο, τό ἀκίνητο σημεῖο,
δέν θά ὑπῆρχε ὁ χορός, καί ὑπάρχει μόνο ὁ χορός.
Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ:

ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ.
Καί δέν μπορῶ νά πῶ, γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει

νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.


Επιστρέφοντας στο ποίημα του Τάσου Μπέσιου, όσον αφορά την κατεύθυνση των λέξεων, η κίνηση είναι ταυτόχρονα ανοδική («Σε ανηφόρα …») αλλά και καθοδική («… σε εσοχές μακρινές, σε εποχές εαυτού/ σκοτεινά φωτισμένες.»), ατέρμονη πτώση στο απώτερο παρελθόν, στα άγνωρα και χωρίς πέρατα βάθη της ψυχής.

 «Ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.» (Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.), αναφέρει ο Ηράκλειτος στη δική του πορεία με τις λέξεις.

Όμως οι λέξεις στα άγνωρα βάθη της ψυχής επιμένουν, τα βήματά τους μικροί διακοπτόμενοι αναλάμποντες πυρήνες φωτός - «Κάθε επόμενο βήμα της στιγμής το φλασάκι φωτίζει …» - είναι στιγμές, άρα χρόνος που σκάβει στα βάθη της ύπαρξης, ανοίγοντας χώρους/ ορίζοντες, («Ο χρόνος είναι ο χώρος μας» γράφει ο ποιητής Τάσος Μπέσιος στο ποίημα «Η Χώρα του Χρόνου», από τη συλλογή «Η Λέσχη του Χρόνου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1994), ανοίκειους, απροσπέλαστους, ανέγγιχτους, σκοτεινούς, στην προσπάθειά τους να τους φωτίσουν. Οι ίδιες οι λέξεις/ λάμψεις είναι οντολογικός χωροχρονικός ρυθμός μιας πορείας στο πλαίσιο της οποίας το διφορούμενο της διάζευξης (κίνηση/ ακινησία) διασταυρώνεται με αυτό της κατεύθυνσης (κάθοδος/ άνοδος), τη στιγμή που (οι λέξεις) αναδύονται στην επιφάνεια «κορυφή» - η οποία θα μπορούσε να είναι και αντεστραμμένη («οὔτε ἄνοδος οὔτε πτώση.» γράφει και ο Τ. Έλιοτ στο Burnt Norton) - του εαυτού, έτσι που η άνοδος είναι και κάθοδος («… σε εποχές εαυτού …»).

«Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.» (Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος) Ηράκλειτος.

β) Από τον αργό χρονικό ρυθμό στην επιτάχυνση του χρόνου

«χρόνος …/ χρόνος βουβός/ χρόνος τρελός/ χρόνος τυφλός/ και άγριος/ αποψιλώνει/ το πεδίο/ από συμμετρίες/ και ονόματα»

(Τάσος Μπέσιος από το ποίημα «5 επάλληλα δεσμωτήρια»

από τη συλλογή «φυλακές απόπειρες» εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2016)


Το διφορούμενο κίνησης/ ακινησίας και της κατεύθυνσης (άνοδος/ κάθοδος) στον χώρο εισάγει μια απουσία χρόνου. Είναι η στιγμή που ο βαρύς αρχικά βηματισμός των λέξεων μεταβάλλεται, ο βιοσωματικός ρυθμός υποτάσσεται καθαρά στο ρυθμό της οντολογικής ποιητικής εμπειρίας και με μια βαθιά ανάσα - δηλωτική της οποίας είναι τα αποσιωπητικά που ακολουθούν το «Όπου …» στον έκτο στίχο - ο χρόνος ελαφρά επιβραδύνεται. Όμως αίφνης όταν οι λέξεις φτάνουν στην «κορυφή» του εαυτού ο χρόνος σαν καταιγίδα ξεσπά και ραγδαία επιταχύνεται. Τότε ακαριαία, σαν «Τα εύκαμπτα ρολόγια» του Νταλί2, ο συμβατικός, κοινωνικός, μηχανικός χρόνος των ρολογιών και ο βιολογικός καταλύονται και αναδύεται ο άλεκτος («… ήχος χωλός …») οντολογικός χρόνος ως απουσία χρόνου3 («Όπου … στην κορυφή το δικό τους/ ρολόι βηματίζει τρελά και ήχος χωλός αντηχεί/ στην κοιλιά τους.») που αποτελεί προοίμιο στο άχρονο παρόν που ακολουθεί.

γ) Άχρονο παρόν

 «Απέραντο Τώρα…/ Πόσο λίγο διαρκείς!/ Και πώς καταφέρνεις/

να μας φοβίζεις/ να μας πληγώνεις/ να μας σκοτώνεις/

να μας ξεχνάς/ να μας τραγουδάς.»

(Τάσος Μπέσιος: ποίημα «Απέραντο Τώρα»,

από τη συλλογή «φυλακές απόπειρες», εκδ. Εκάτη, Αθήνα)


Παράλληλα στο πλαίσιο αυτής της εμπειρίας της απουσίας χρόνου, τα βάθη της ψυχής αγγίζοντας τη σιωπή - «λέξεις μικρές»: οιονεί σημασιολογικές μονάδες, «στα φτερά τους»: λέξεις πουλιά, ζωικές χωρίς ομιλία αφού άδουν με «ήχο χωλό» και λέξεις «μωρά»: νήπιες (νη + έπος = απουσία λόγου) - εμπεριέχουν τόσο ηρακλείτειο «βαθύ λόγο» ο οποίος μας ξαφνιάζει με την οντολογική αλήθεια που εκφέρεται: «Σπόρους πλάνης και σταγόνες/ βροχής λέξεις μικρές στα φτερά τους προσφέρουν/ για δείπνο».

Οι λέξεις έτοιμες να πετάξουν («στα φτερά τους»), ελάχιστα κρατημένες από το λεπτό νήμα κάποιου βαθύτερου εαυτού - «Πυκνή σκιά ο εαυτός» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Εγώ - Εαυτός» της παρούσης συλλογής - παρουσιάζονται ανάλαφρες, προσφέροντας στο βλέμμα και στην ψυχή του αναγνώστη και καλώντας τον να συμμετάσχει σαν σε «κοινωνία», το πιο πλούσιο ελάχιστο των δώρων τους: μια γεύση ματαιότητας «Σπόρους πλάνης» και την ύλη μιας προ-γλωσσικής εμπειρίας «σταγόνες βροχής», ένα ελάχιστο φυσικής δροσιάς ή ίσως λίγη υγρασία της ψυχής του ποιητή, ψήγματα μιας εσωτερικής οδύσσειας.

Η αυγή τότε, που έπεται της νυχτερινής πορείας των λέξεων στα μύχια της ψυχής, αυτοστιγμεί συγκινείται και αναγεννάται μητρική και καταγωγική, καθώς άμεσα συγκατανεύει στοργικά, περιθάλποντας («σαν μωρά τους φασκιώνει») τις λέξεις και την προσφορά τους. Έτσι ενώνεται μαζί τους τυλίγοντάς τες στο απαλό φως της. Είναι η στιγμή που η αναμονή ενός αποκαλυπτικού γεγονότος συγκρατεί την ανάσα και επιβάλλει σιγή. Ακριβώς την ώρα αυτή φύεται το «είναι» και η φράση του Ηράκλειτου - η οποία προειπώθηκε στην αρχή της παρούσας μελέτης - «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ», επιβεβαιώνεται, στο πλαίσιο όμως της πιο οντολογικής ριζικής αντινομίας, καθώς η πραγματικότητα («φύσις») εμφανίζεται λίγο πριν αποσυρθεί στο κενό της απουσίας της.

Αυτή η στιγμιαία αποκάλυψη του πραγματικού συμβαίνει όταν τα όρια του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο απαλείφονται, καθώς οι λέξεις, σπαράγματα σιωπής («σαν μωρά», «ήχος χωλός αντηχεί στην κοιλιά τους»), ενώνονται τελικά με την ουσία/ πυρήνα του φωτός, εντός του οποίου – αποκαθαρμένες από τις χρηστικές, λειτουργικές, επικοινωνιακές σημασίες - αποκτούν μια προγλωσσική διαύγεια, την πρωτόλεια λάμψη («Σε πρελούδιο χρυσό») της χαραυγής του κόσμου, λάμψη του πραγματικού («φίλος της νύχτας, πρωταίτιος της μέρας» γράφει ο Μαντελστάμ4). 

Φως νοητό - «Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;» (Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πώς κανείς να κρυφτεί από αυτό που δεν δύει ποτέ;) - καθώς ποτέ δεν έδυσε, αφού βρίσκεται πάντα εκεί όταν τα τείχη του έσω και του έξω κόσμου οριακά καταλύονται. Φως προοντολογικό, αληθινό, αρχέγονο, το πιο παλαιό και ταυτόχρονα αναγεννημένο φως της αυγής «Όλα θα γίνουν πάλι και όλα υπήρξανε παλιά,/ για μας γλυκιά ’ναι μόνο η πρώτη γνωριμιά.» γράφει ο Μαντελστάμ5.  Μια επανάληψη του πιο παλαιού σε ένα «τώρα» ως άχρονο παρόν.  Ένα «τώρα» που όμως λίγο διαρκεί υποταγμένο καθώς είναι στη ροή του χρόνου - «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ' Ἡράκλειτον» (Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο) - πριν σβήσει στο άπλετο και αδιάκριτο φως της επερχόμενης μέρας ή και ακόμα στο τεχνολογικό/ βιομηχανικό και διαφανές φως της εικονικής πραγματικότητας που διαγράφει τις διαφορές και όλα τα εξομοιώνει (Τάσος Μπέσιος: «Από στιγμή σε στιγμή/ ο τερατώδης λαμπτήρας/ θα ανατείλει/ και η πραγματικότητα/ θα παραδοθεί στη λογοτεχνία/ των μηχανουργών.// Ετοιμάζονται/ τα μάτια να φλυαρήσουν/ η ψυχή να σωπάσει.», από το ποίημα «Οδυνηρό Ξημέρωμα» της συλλογής «Οντομηχανές», εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2005)

Πλάνη η λάμψη του πραγματικού; Πλάνη αλλά ταυτόχρονα και αλήθεια, καθώς σ’ αυτό το ποίημα το πραγματικό ακτινοβολεί και ακινητεί στο χώρο παγώνοντας στο πλαίσιο μιας παρατεινόμενης απροσδιόριστης χρονική διάρκειας - όπως δηλώνουν εμφατικά η διπλή επανάληψη της λέξης «λίγες» και τα αποσιωπητικά ανάμεσά τους - την ηρακλείτεια ροή του χρόνου:

«Λίγες μόνο …/ λίγες μόνο στιγμές τα ονόματα πριν εκραγούν/ και στο χώρο απλωθεί το βασίλειο της σιωπής»

δ) Χρόνος αιωνιότητα

«Ό, τι απομένει/ είναι χρόνος/ χωρίς όνομα.»

(Τάσος Μπέσιος, από το ποίημα «Ανώνυμος Χρόνος»

της συλλογής «Οντομηχανές», εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2005)


Συνοψίζοντας, οι λέξεις φτάνοντας στις πιο βαθιές απολήξεις του εαυτού, στους πιο μακρινούς ορίζοντες - «Σε μακρινό ορίζοντα αποτεφρώνεται ο χρόνος.» γράφει ο Τάσος Μπέσιος στο ποίημα «Κυνηγημένη πραγματικότητα» της συλλογής «Αιφνίδιων ήχων φως», εκδόσεις Εκάτη - έως εκεί που ταυτίζονται η απουσία χρόνου και η απαλοιφή των συνόρων του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο, αποκάλυψαν τον ανέστιο, άπειρο, κενό χρόνο και τον ανοίκειο χωρίς ορατά όρια χώρο ως ανεξάντλητες εξωτερικότητες που όμως μέσα μας ενδιαιτούν και αποικίζονται από τη χωρίς τέλος σιωπή και νύχτα. Σε αυτή τη χωρίς τέλος σιωπή και νύχτα αναδύθηκε ο Λόγος/ φως, ο οποίος πριν σβήσει, καθιστώντας τες διάφανες παρουσίες στο πλαίσιο της πιο λεπτής ισορροπίας, λάμπει φωτίζοντας την αρχέγονη και ακατάλυτη διάστασή τους και αναδεικνύοντας έτσι το μέγεθος της χωρίς λύτρωση τραγικότητας6 του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρεμβάλλουμε τη ρήση του Ηράκλειτου:

«Ψυχῆς ἐστι λόγος ἑαυτὸν αὔξων.» (Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει από τον εαυτό του)

Πράγματι ο ποιητής Τάσος Μπέσιος οριακά απών από τον ίδιο του τον εαυτό με διασταλμένη την ψυχή ορά και ακροάζεται ως ηχείο -«Και οι λέξεις …/ απ’ το ηχείο τους γλιστρούν μακριά/ αργά …. συντεταγμένα/ …/ Μα πάντα αφήνουν πίσω/ άγημα επιφωνημάτων/ τιμής ένεκεν/ για το παράξενο ηχείο/ που τις φιλοξένησε …» από το ποίημα «Απομακρύνσεις» της συλλογής «φυλακές απόπειρες», εκδόσεις Εκάτη - το βηματισμό των λέξεων που από τον δίχως πέρατα άγνωρο κόσμο της ψυχής αναδύονται και συγκρατεί όσες το Λόγο αυξάνουν έως τις παρυφές της άφατης οντολογικής εμπειρίας του «βασιλείου της Σιωπής».

Αυτός όμως ο Λόγος μέσα μας απόθεσε την ακτινοβολία του και ως παρατεταμένος μουσικός παλμός ενός αιώνιου παρόντος αντήχησε και δόνησε τις ψυχικές χορδές. Είναι λοιπόν η σαγήνη του αιχμηρού λυρισμού της ποίησης αυτής που ανυψώνει τον αναγνώστη και τον ωθεί να ισορροπεί συγκινημένος, πάνω από το έρεβος αυτής της χωρίς τέλος σιωπής, ανάμεσα στο οξύ συναίσθημα της μελαγχολίας και την έντονη απόλαυση που αντλεί - απαλύνοντας για λίγο την αίσθηση ματαιότητας - από την, εντός του ερέβους, λάμψη του φωτός.

Κορυφαία στιγμή συγκίνησης, των άλυτα διαπλεγμένων αυτών συναισθημάτων - που μόνο στην υψηλή ποίηση συναντώνται - συμπυκνωμένη με τον πιο άμεσο τρόπο στον στίχο του ποιητή «Και … βραδέως θλίψη ιαματική ανατέλλει» (από το ποίημα του Τάσου Μπέσιου «Η χυδαιότητα του γράφειν», της συλλογής «Αιφνίδιων ήχων φως»).

Σκαραμαγκάς Νίκος, Κοινωνιολόγος


Παραπομπές

1. Για τη σχέση παρουσίας απουσίας γράφει ο ποιητής Τάσος Μπέσιος στο ποίημα «Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΟΤΙΜΗΤΕΑ  Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ»:

«Γιατί οι αλλόκοτες/ κρεμάστρες της απουσίας/ για χρόνο αιφνίδιο/ στήνουν στα πόδια του/ εφήμερο ένα στρατό/ με τα κοστούμια/ της παρουσίας.» από τη συλλογή «γεγονότα σιωπής», εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2013.

2. Ο Νταλί αργότερα ονόμασε τον πίνακα «Η εμμονή της μνήμης», ο οποίος εκτίθεται στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης.

3. Ο Τ. Έλιοτ στο απόσπασμα που παραθέσαμε εκφράζει αυτήν την απουσία χρόνου ως αδυναμία τοποθέτησης στο χρόνο: «Μπορῶ μόνο νά πῶ, ἐκεῖ ἔχουμε βρεθεῖ:/ ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ ποῦ./ Καί δέν μπορῶ νά πῶ, γιά πόσο, γιατί αὐτό σημαίνει/ νά τό τοποθετήσω στόν χρόνο.»

 

4. Από το ποίημα «Η πλάκα και το κοντύλι», στο βιβλίο «Οσίπ Μαντελστάμ – Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι», μετ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008 (μέρος πρώτο, σελ. 73 – 74).

5. Από το ποίημα «Tristia» στο βιβλίο «Όσιπ Μαντελστάμ - Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008)

6. Στο πλαίσιο του διαλόγου ανάμεσα σε ισχυρούς ποιητές σχετικά με το ακραίο όριο της εμπειρίας της απώλειας κάθε πεπρωμένου για τον άνθρωπο, άμεσα συνυφασμένου με τη σιωπή του ανοίκειου άπειρου χωροχρόνου, παραθέτουμε τους στίχους από το ποίημα «TRISTIA» (1917) από το βιβλίο «Όσιπ Μαντελστάμ - Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι», μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008:

«Χρυσόμαλλο δέρας, πού είσαι, χρυσόμαλλο δέρας;

Σ’ όλη τη διαδρομή κύματα βογκάγανε μόνο

κι αφήνοντας το καράβι, που τόσα κέρδισε όσα χάρισε στα πανιά

                                                                                ο αέρας,

εγύρισε ο Οδυσσέας γιομάτος χώρο και χρόνο»


Πιο συγκεκριμένα, «Το βασίλειο της Σιωπής» -στο ίδιο οντολογικό μήκος κύματος με τον Οδυσσέα στους παραπάνω στίχους του Μαντελστάμ, ένα όνομα κενό από ψυχολογικές, βιωματικές συνιστώσες, γεμάτο μόνο με τον απροσδιόριστο χωροχρόνο- μπορεί να διαβαστεί σαν μια εσωτερική Οδύσσεια που μας φέρνει τραγικά αντιμέτωπους με τις οριακές συνθήκες του χώρου και του χρόνου, με το άπειρο οντολογικό βάθος του κενού, χωρίς τη λύτρωση του νόστου.


*In Memory of George Dyer, 1971, Francis Bacon
**Χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο στο βιβλίο του Τάσου Μπέσιου "Η λέσχη του χρόνου" (εκδ. Πλέθρον, 1994) 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ένα κείμενο του Νίκου Σκαραμαγκά για "Το βασίλειο της Σιωπής" του Τάσου Μπέσιου

Η οντολογική εμπειρία του χώρου και του χρόνου στην ποίηση του Τάσου Μπέσιου με αφορμή μια ηρακλείτεια ανάγνωση του ποιήματος «Το βασίλειο τ...