Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Γιάννης Χαιρέτης, Δύο ποιήματα

*Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο To Koskino 


Η ΠΟΛΗ

Περιπλανώμενος
στην ερημιά
της εγκαταλειμένης πόλης
θωρώ τη λήθη
με το σάβανό της
να σκεπάζει
καθ’ έργο του ανθρώπου.
Όλα τριγύρω μου
χαλάσματα και όρνεα
που κράζουνε τρομαχτικά’
κι ο Άρχων της φθοράς
την εφιαλτική σκιά του
έχει απλώσει
πάνω απ’ τα παιδιά του.
Μονάχα εκεί,
στην κεντρική πλατεία
-σύμβολο μίσους-
ορθώνεται
φρικτή
η φυλακή.

*

ΚΥΚΛΟΣ

Αναθυμούμενος
Τα χρώματα της νιότης
έδεσα
της μοναξιάς μου τη θελιά,
στα κέρατα
των περασμένων Χρόνων.

Έτσι με βρήκε -γερασμένο-
το πρωί
μ’ ένα παλιό καντήλι,
αναμμένο
να φωτίζει το παρόν
κι ένα μικρό θυμό
να ξαγρυπνά
στην πόρτα της ψυχής μου.

*Από τη συλλογή “Ο κήπος των απολάψεων”, Εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Δεκέμβρης 1992.


Θανάσης Μαρκόπουλος

*Από το προφίλ του Θανάση Μαρκόπουλου στο FB 

Περί λύχνων αφάς
Κυριακή 2 Μαΐου 2010 
(1923-2010)

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Καιρός του φτερού
καιρός της σπουδής
κι έπεσες κι εσύ στη λούμπα πατέρα
κι όλο μου τηλεφωνείς
ποτέ δε μου γράφεις
όμως αύριο που θα φύγεις
τι θα μείνει να σε θυμίζει πατέρα
εγώ τα γράμματά σου νοσταλγώ
μιας άλλης εποχής
που καρφώνουν τη μνήμη σαν φέρετρο
μ’ εκείνες τις ακίδες της έγνοιας σου
τις εκτενείς αναφορές τα αιφνίδια λάθη
κι εκείνο το γκρέμισμα των σωμάτων
κατά τον τρόπο της βροχής

ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΕΝ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΙΑ

Σ’ αυτό το κιβώτιο κείτονται
τα σύνεργα του πατέρα
που χτίζανε τον άνεμο
στο δημώδη σκοπό πουλάκι ξένο
και σάρκα φορούσαν στο τίποτα

Σ’ αυτό το κιβώτιο σήπονται 
τα οστά του πατέρα

(Έκδ. 1996)


Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Ανέστης Ευαγγέλου

*Από το προφίλ του Δημήτρη Κονιδάρη στο FB  


«Άνεμε, γιατί θέλεις το κακό μου
γιατί με σπρώχνεις στο πηγάδι ;
[…]
Άνεμε, εγώ αγαπώ τον ήλιο, και στο φως 
του θέλω για να ζήσω – γιατί μπαίνεις στο μυαλό μου ;
[…]
Γιατί με διάλεξες μονάχον
ανάμεσα στους φίλους μου ;
Άνεμε, είμαι μαγνήτης ;»

«Πόρφυρας» Νο 39 / 1987

Ανέστης Ευαγγέλου [Ανέστης Παπαδόπουλος], 12 Μαρτίου 1937 - 30 Απριλίου 1994




Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Κώστας Τριπολίτης

1981 - Ραντάρ
Ξημερώνει
Νταλάρας Γιώργος

Μουσική / Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης / Κώστας Τριπολίτης

Η σκοτεινιά της κάμαρας
θα 'ρθει μαζί σου
ντύσου, ντύσου, ντύσου
κι η νύχτα αυτή που κράτησες δική σου
ντύσου, ντύσου

Ο κόσμος ξημερώνει
Ο κόσμος ξημερώνει

Με τα φιλιά που κάρφωσα
εδώ βαθιά σου
βιάσου, βιάσου, βιάσου
κι αυτά που απόψε κέρδισες δικά σου
βιάσου, βιάσου

Ο κόσμος ξημερώνει
Ο κόσμος ξημερώνει



Το Καρότσι, Παλαιοβιβλιοπωλείο "Εκάτη"

*Από το προφίλ του Νικόλαου Ψαρινόπουλου στο FB 


«Το Καρότσι / Η ιστορία ενός καροτσιού που έγινε βιβλιοπωλείο», εκδ. Εκάτη, 2011

Το υπόγειο άντρο της μνήμης: Το Καρότσι και η αντοχή της βιβλιοφιλίας

Υπάρχουν βιβλία που διηγούνται ιστορίες, και υπάρχουν βιβλία που κουβαλούν τις ιστορίες μέσα τους—όχι μόνο τις δικές τους, αλλά και των ανθρώπων που τα άγγιξαν, τα αγάπησαν, τα μετέφεραν από χέρι σε χέρι σαν ιερά κειμήλια. Το Καρότσι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη, δεν είναι απλώς η καταγραφή μιας εποχής. Είναι η βιβλιοθήκη μιας συλλογικής μνήμης, η ιστορία ενός ανθρώπου και ταυτόχρονα η ιστορία μιας ολόκληρης Αθήνας, εκείνης που έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ υπόγειας αντίστασης και υπέργειας ελευθερίας.

Ο Κώστας Νικολάκης, ο πλανόδιος βιβλιοπώλης που έγινε θρύλος της αθηναϊκής διανόησης, ξεκινά από ένα καρότσι φορτωμένο με λέξεις και φτάνει να στήσει το υπόγειο βιβλιοπωλείο-καταφύγιο στην 3ης Σεπτεμβρίου. Ένα μέρος που δεν ήταν απλώς ένα μαγαζί, αλλά μια πνευματική ρωγμή μέσα στον συμπαγή τοίχο της δικτατορίας. Στη μεταπολιτευτική του εκδοχή, έγινε κάτι ακόμα πιο σημαντικό: ένα σημείο συνάντησης για ανθρώπους που ήθελαν να μοιραστούν περισσότερα από τυπωμένες σελίδες—ήθελαν να μοιραστούν ιδέες, αμφισβητήσεις, καπνό και αλκοόλ, έριδες και συμφωνίες.

Η ανθολογία αυτή, πλούσια και πολυφωνική, είναι ένα μωσαϊκό αναμνήσεων γραμμένο από όσους τον γνώρισαν, τον έζησαν και βρήκαν στη φυσιογνωμία του κάτι παραπάνω από έναν βιβλιοπώλη—έναν καλλιτέχνη της ζωής, όπως τον αποκαλεί ο Δημήτρης Γαβαλάς. Ο Μένης Κουμανταρέας, στο εμβληματικό «Στο υπόγειο άντρο», αποτυπώνει το βιβλιοπωλείο ως ένα αντι-καταφύγιο, μια σπηλιά όπου, αντί για σιωπή, υπήρχε ηχηρή συζήτηση. Ο Ρένος Αποστολίδης τον αποκαλεί «ο δικός μας Κωστής», δίνοντας στο πορτρέτο του Νικολάκη τη διάσταση ενός φίλου, ενός συνοδοιπόρου της αθηναϊκής διανόησης. Η αφήγηση του Γιάννη Βαρβέρη στο «Καθ’ οδόν» θυμίζει περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης, όπου το Καρότσι γίνεται κάτι παραπάνω από ένα όχημα μεταφοράς βιβλίων—είναι ένας πλοηγός στη γνώση. Ο Γιώργος Καραβασίλης, στο «Η βιβλιοθήκη, το βιβλιοπωλείο, η ιστορία…», συνδέει τη φυσική παρουσία των βιβλίων με τον χρόνο, τη μνήμη και τη συλλογική εμπειρία.

Στην τελική του μορφή, αυτό το υπόγειο δεν είναι μια φυλακή, αλλά μια αναρχική βιβλιοθήκη της ζωής. Ένα μέρος όπου η κουβέντα γίνεται μουσική, η διαφωνία τέχνη και το πάθος για τις λέξεις τρόπος επιβίωσης. Και αν κάτι μένει τελικά από την ιστορία του Καροτσιού, είναι η βεβαιότητα ότι τα βιβλία δεν πωλούνται απλώς—βρίσκουν το δρόμο τους, γίνονται συνωμότες, αντέχουν.

«Στο υπόγειο άντρο» – ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ:

Γύρω στο χίλια εννιακόσια εβδομήντα. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας στον αριθμό δώδεκα της οδού Χέυδεν, όπου βρίσκεται το πατρικό μου, συχνά πυκνά πέφτω πάνω σ’ ένα καρότσι με βιβλία. Είναι ένα παράξενο, πλωτό μαγαζί, που ταξιδεύει στο ρεύμα του δικού μου δρόμου και των γειτονικών. Δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Όσα πουλούν φτηνιάρικες εκδόσεις του Ντοστογιέφσκι, κλεψίτυπα του Καζαντζάκη και του Λουντέμη, κακέκτυπα εκδόσεων που οι πλανόδιοι τα παίρνουν μισοτιμής. Όχι, σ’ αυτό το καρότσι που έχει μια περίεργη πάστρα και τάξη, δίπλα στα λογοτεχνικά κυκλοφορεί ένας θησαυρός μαρξιστικής βιβλιοθήκης. Παράλληλα βρίσκει κανείς παλιούς χάρτες και περιοδικά, βιβλία εξαντλημένα. Μα και ο πλανόδιος βιβλιοπώλης, κι αυτός δεν μοιάζει σε τίποτα με το απαθές και άδειο βλέμμα πολλών από τους πλανόδιους πειρατές. Είναι ένας νέος άντρας με γένεια, γεροδεμένος, με ντύσιμο από τα Εξάρχεια και βλέμμα που το τρώει ένα μεράκι. Γρήγορα πιάνουμε γνωριμία. Τον λένε Κώστα και το επίθετό του μοιάζει με υποκοριστικό ονόματος: Νικολάκης. Ριζωμένος, θαρρείς αλυσοδεμένος με το καρότσι, δεν διαλαλεί την πραμάτεια του, μα έχει το θεληματικό πρόσωπο ενός προλετάριου και το λέγειν ενός ρήτορα. Μελετητής των αριστερών κειμένων και μανιακός με τα παλιά βιβλία, τους χάρτες, την Ιστορία, αυτός είναι ο Νικολάκης. Ένας καπετάνιος που ψάχνει να ναυτολογήσει πλήρωμα για το πλεούμενό του. Είναι οι πιστοί, που μ’ αυτούς θα επανδρώσει το μελλοντικό μαγαζί του στην 3ης Σεπτεμβρίου, στην Πλατεία Βικτωρίας, απέναντι από τον ουρανοξύστη του ΟΤΕ. Εκεί, ο Κώστας Νικολάκης, βοηθημένος από τον πρώην βιβλιοπώλη και τωρινό εκδότη, τον Στρατή Φιλιππότη, θα στήσει το 1972 το δικό του μαγαζί.

Κατεβαίνεις δυο-τρία σκαλιά, και να σου βρίσκεσαι στο υπόγειο άντρο του Νικολάκη. Μερικά βήματα ακόμα και μπαίνεις ακόμα βαθύτερα, σε μια δεύτερη κάμαρη που μοιάζει με σπηλιά. Τουρτουρίζοντας από την υγρασία οι θαμώνες, με παλτά αλλά και με την προστασία του τσίπουρου, θα στήσουν μες στη δικτατορία ένα στέκι αρματολών και κλεφτών. Αντί για τις ψηλές κορφές, αυτοί προτιμούν τα ανήλιαγα βάθη. Αργότερα, με τη Μεταπολίτευση, το μαγαζί θα γίνει ένας κόμβος ελεύθερης σκέψης και διακίνησης ιδεών. Ανάμεσα από ντάνες βιβλία, κάπως υγραμένα κι αυτά, καμιά φορά ποτισμένα την υπέροχη κιτρινίλα των καιρών που τα κάνει περισσότερο πολύτιμα, και που τα πηγαινοφέρνει καβάλα στη μηχανή του ανεμίζοντας την κοτσίδα του ο μεγάλος γιος του Κώστα, ο Χρίστος, στήνεται η κουβέντα. Μαζί καφές, κρασί, κανένας μεζές, τσίπουρο και μπόλικη διαφωνία. Ιδίως τις μεσημεριανές ώρες, και πιο πολύ τα μεσημέρια του Σαββάτου, είναι όλοι εκεί: ντόπιοι διανοούμενοι της γειτονίας ή της ευρύτερης περιφέρειας, φιλότεχνοι, κινηματογραφιστές, ζωγράφοι, μηχανόβιοι, καθηγητές που οι τάξεις τους απεργούν, κυνηγοί υψηλών ηδονών, ποντικοί των βιβλίων, όλοι δίνουν το “παρών”. Ένα χαρμάνι φωνών, που ποτέ δεν γίνεται οχλαγωγία, μα κάτι σαν σύγχρονη μουσική, αρμονία μέσα από τις διάφωνες συγχορδίες, και που αφήνει τόπο για κανένα ταξίμι ή πενιά. […]

(Από την έκδοση)



Ποιητική Ανθολογία Dada

"O Αρπ δεν απορρίπτει την συνειρμικήν λειτουργία της γλώσσας, αλλά μάλλον φαίνεται να την επιδιώκει, παρουσιάζει εν τούτοις λογικές αντιθέσεις, αντιλογίες και οξύμωρα που γελοιοποιούν την καθημερινή ανθρώπινη γλωσσοπραγματικότητα και υψώνουν το σύμβολο της φυγής προς το στοιχειώδες, το ατομικόν και απολύτως αναγκαίον."

Δημήτριος Βέσκος, Ποιητική Ανθολογία Dada, εκδ. Δωδώνη, 1983.


Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Δημήτρης Παπαχρήστος, Διάτρητος

Ύστερα τραβούσα το καζανάκι κι ά-
δειαζε πάνω μου ο ουρανός τα σύννεφά του
τα μελαγχολικά, το σπίτι γέμιζε νερό, άρχι-
ζαν ν’ ανεβαίνουν τα έπιπλα, σαν σκουπίδια
πεταμένα, μέσα σε λιμάνι εγκαταλειμμένο.
Τα βιβλία πλατανόφυλλα ανοιχτά, να επι-
πλέουν. Κι έσβηναν τα γράμματα. Μελάνι 
γέμιζε ο τόπος και χάνονταν όλα, μαζί με το 
μάταιο χρόνο, που αδιάφορα μάς ανέχεται. 
… Κι ο θόρυβος να ’ρχεται πάλι και 
πάλι, σαν από χαλίκια. Γίνονταν αιχμηρός,
πλήγωνε την ψυχή μου τη μουσγή απ’ αγά-
πη κι αγωνία και βούλιαζα σε μια κάμαρη 
ήσυχη σαν στέρνα μικρή, παραμελημένη κι 
ακύμαντη…   

Δημήτρης Παπαχρήστος, Διάτρητος, εκδ. Ιθάκη, 1982.




Μιχάλης Χελιώτης

Το κορμί μου γέμισε βρύα Ξύνομαι ν απαλλαγώ Και τότε ανάβει εντός μου Μια κάψα, μια πυρκαγιά έρωτα. Που πάει; Υπομονή. Θα έρθει το φθινόπωρο...