Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Αζύμωτη απόφαση

Απόψε

Καμία μάνα απόψε δε θα πει παραμύθι 
Κανένας καπνός δε θα βγει από την 
καμινάδα
Κανένα φτερό δε θα κινηθεί απόψε
Κάτι φιλιά θα ξαναγυρίσουν στο στόμα
Τα σκαλιστήρια θα μείνουν χωμένα στο 
χώμα
Όλα τα μολύβια θα βάλουν τελεία
Απόψε το φεγγάρι δε θ' ακούσει όμορφα
λόγια 
θα παραμείνει φεγγάρι 
Απόψε θα καθίσουμε να σκεφτούμε
ποια μέρα θέλουμε να ξημερώσει 
Απόψε όλα θ' αλλάξουν χρήση 
χωρίς να πειραχτεί τίποτε από την ομορφιά
Ο τελευταίος κόκκος της απογευματινής
αμμουδιάς
θα κοιτάζει το αυθημερόν ταξίδι του ήλιου 
όπως έκανε πάντα. 

Ν. ΣΤΑΧΥΑΛΟΣ, Αζύμωτη Απόφαση, αυτοέκδοση, ... , ... .


Τηλεφωνικός θάλαμος

Ένα μειδίαμα φυσά και πάλι τα μαλλιά
του γερασμένου κόσμου.

Β. Κουντζάκης, «Φωτοσύνθεση».

Εκεί που σταματάει η σιγή και ξεκινά ο λόγος, ο ποιητής μ’ όλες τις αισθήσεις του προτεταμένες ρίχνεται σε μία περιπέτεια αναψηλάφησης της κοινωνικότητας της αστικής συν-ομιλίας.
Το «εκεί» δηλώνει το μεταίχμιο στο οποίο βρίσκεται καθώς η (συν) ομιλία υποκαθιστά κατ’ επίφαση τη βουβή ατμόσφαιρα. Μέσα στο τηλεφωνικό θάλαμο στεγάζονται πληγές, ενδοιασμοί κινήσεων, ανολοκλήρωτοι ήχοι, ακροτελεύτιοι ψίθυροι.
Ο ποιητής καταγράφει και εποπτεύει το ανερμάτιστο της ανθρώπινης ομιλίας, για να υψώσει ένα μνημείο της σύγχρονης ερήμωσής μας.
Αν στην ποιητική του Βασίλη Κουντζάκη παραγράφεται εξαρχής και προγραμματικά ο ορίζοντας του μεγαλοποιημένου πόνου, ο λυρισμός δεν είναι ούτε χαμηλόφωνος ούτε μετριοπαθής. Αντιθέτως χαρακτηρίζεται από πληθωρισμό και εσωτερική ζωτικότητα που ελέγχεται μόνο μορφικά από το συμφραζόμενο. Δημιουργεί δε μια ποίηση που προσπαθεί να τιθασεύει το θέμα και να επικαλύπτει την πρωταρχική ύλη των γεγονότων όχι με στοιχεία περιγραφικά αλλά με τα εξπρεσιονιστικά θραύσματά τους. Η τάξη των ποιημάτων του είναι ολοκληρωτικά εσωτερική και αποστρέφεται την παράθεση. Έτσι η κύρια αρετή τους είναι η αφαίρεση, η περιεκτικότητα και η συμπύκνωση με εξαιρετικά ρωμαλέα, δηλαδή ευθύβολα ουσιαστικά.

Βασίλης Ζηλάκος

*  * 

ΠΡΟΠΟΔΕΣ

Πέφτει βροχή
χωρίς ήχο

Χαρτιά πλέουν
στον πάτο του πηγαδιού

Μπορείς επάνω τους
να δεις καθαρά
τον γενέθλιο τόπο

Ξερά χόρτα και θάμνοι
κομμένη πέτρα

στο βάθος
μια τρύπα φωτός.

Βασίλης Κουντζάκης, Τηλεφωνικός θάλαμος, εκδ. Εκάτη, 2024. 






Σαν έρημα καράβια

Σαν έρημα καράβια
Και σαν ξωκλήσι στην κορφή
Σαν γερακιού πορεία
Και σαν ξεκούρδιστη χορδή

Ο χώρος δεδομένος
Και εσύ απ' έξω μια ζωή
Ο χρόνος τελειωμένος
Πάντα κοντά, ποτέ μαζί

Σαν τρίξιμο μεσημεριού
Σαν όνειρο κρυμμένο
Όπως ανάσα βραδινή
Σαν τελευταίο τρένο

Ξερολιθιά και βράχος
Άνθρωπος και Θεός μαζί
Ορίζοντας που σβήνει
Στιγμή που δε θα ξαναρθεί

Σαν τρίξιμο μεσημεριού
Σαν όνειρο κρυμμένο
Όπως ανάσα βραδινή
Σαν τελευταίο τρένο

Γραμμές πάντα καμπύλες
Ευθείες μόνο στο χαρτί
Παράλληλες πορείες
Που τις ενώνει μια σιωπή

Σαν τρίξιμο μεσημεριού
Σαν όνειρο κρυμμένο
Όπως ανάσα βραδινή
Σαν τελευταίο τρένο

Σαν τρίξιμο μεσημεριού
Σαν όνειρο κρυμμένο
Όπως ανάσα βραδινή
Σαν τελευταίο τρένο

Υπόγεια Ρεύματα, "Παραλογές", 1995.



Πάνος Θεοδωρίδης

ΓΡΑΜΜΑΤΙΟ

Τώρα ποὺ ἀφήνω τὸν κόσμο καὶ πεθαίνω
ἐνθυμοῦ ποῦ θά 'ταν πρέπον νὰ μὲ θάψεις 
τόσα χρόνια μετὰ τὸν Καρασούτσα ἔχει
σημασία ἕνα γυάλινο δοχεῖο φίσκα στὶς
ἀποβλακωμένες συνουσίες· σύντομα θὰ
πάψω νὰ παραθέτω ὀνόματα στὴν ποίηση
καὶ μὲ σταθερὴ φωνὴ θὰ γεμίζω κασέτες.
Φαντάσου· ἕνας παχὺς καὶ κουρασμένος
φαλακρὸς καβλιάρης εἶμαι, ἀνεξίτηλα
χρεωμένος μὲ τὸ δέρμα σου· φανερώνω
σὲ κάθε ποίημα τόσο πολλὰ ἰδιωτικὰ
προβλήματα ποὺ κανένας δὲν πιστεύει
πὼς εἶναι ἀληθινά· ἀγάπα με ἔντονα
δεῖξε μου τὰ δάκρυά σου  λέγε με Ἀζόρ.

Πάνος Θεοδωρίδης, "Στην Αγκαλιά της Ντεζιρέ", Εκδόσεις Ύψιλον, 1980. 


Γιώργος Κατραούρας

ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΟΠΩΣ

Ανακάθισα σκέφτομαι 
ποιός εμένα θα δικάσει
ποιός θα με καλέσει πίσω. 

Έμιλυ κι όμως
                       πανέμορφη 
απ' ότι έφτιαξα ξέφυγε
συνθήκη ή ιστός; 

Άυλο σώμα που ξάπλωσες 
στο κρεβάτι ξεντυμένος 
είμαι άντρας ή θα γίνω;

*

ΑΧ ΚΑΙ Ο ΠΕΝΑ 

Αγαπητέ Σάντρο 

στα παλιατζίδικα φορέσαμε
τα δικά τους καφτάνια 
κι ήταν έκθαμβοι στη ματιά τους
δεν έμεινε παρά καπνός
στα μάτια τους. 

* * * 

Ο χρόνος και η κοινή του μοίρα
μας έφερε κοντά· τόσο κοντά
που τα πρόσωπά μας έμειναν 
στον κήπο 
γιατί στο σπίτι μέσα
στο παρθένο δάσος
σχεδίασμα άγριο 
φτιάχνει ποιητής
κρατώντας σπαθί. 

Γιώργος Κατραούρας, Τρέμω στο υπερώο, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2024.


Νίκος Καραβέλος

KAT' ΙΔΙΑΝ 

Ποίηση 
Είναι μία ιδιαίτερη συζήτηση 
Στον καθρέφτη 
Που έχεις την εντύπωση 
Ότι δεν ακούστηκε. 

Νίκος Καραβέλος, Καθώς μικραίνει ο ύπνος, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009

*Alan Davie - Black Mirror, 1952


Βασίλης Κουντζάκης

Φορώντας το γάντι,
κρατώντας το ρόδο, με σύμβολο 
στο μέτωπο, πάνω από ράγες 
και δίπλα στη θάλασσα, σα νύχτα
ροκάνισε το ξύλο, περπάτησε 
στον γαλάζιο διάδρομο.

Β. Κ. 
Μάρτιος 2025 



Μιχάλης Χελιώτης

Το κορμί μου γέμισε βρύα Ξύνομαι ν απαλλαγώ Και τότε ανάβει εντός μου Μια κάψα, μια πυρκαγιά έρωτα. Που πάει; Υπομονή. Θα έρθει το φθινόπωρο...