Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Η Άβυσσος του Δημήτρη Κακαβελάκη

Φλόγες αείζωες αναδύουν
Μονόποδες μονόχειρες
Τρόμους ανέγγιχτους όπου
Κάθε άγγιγμα άνοιγμα 
Προϊστορικό και ψάρια
Πέτρινα να τρώνε 

Α λ λ η γ ο ρ ί ε ς 

Εκεί ικεσίες συνουσιάζονται 
Με έτη ένσαρκα άσαρκα
Με ορισμούς ουρανοπλοΐας
Με διαμελισμούς υγρού
Που το πίνουν συνουσίες
Κι απ'  αυτές  στερεά  στερεά
Στερε    α  α  α    που μπαίνουν
Σε τράπεζες πληροφοριών για 
Τις μεγάλες ώρες 

Δημήτρης Κακαβελάκης, Άβυσσος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1987. 




*Ο παραπάνω πίνακας καθώς και ο πίνακας εξωφύλλου της "Αβύσσου" είναι του ζωγράφου και καθηγητή Βασίλη Κελαϊδή.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Δύο ποιήματα του Μπλαιζ Σαντράρ

Απόνερα 

Η θάλασσα εξακολουθεί να είναι από γαλάζιο της θάλασσας 
Ο καιρός εξακολουθεί να είναι ο πιο ωραίος που γνώρισα ποτέ 
σε θάλασσα 
Αυτό το ταξίδι εξακολουθεί να είναι το πιο ήρεμο και το πιο 
φτωχό σε γεγονότα που θα μπορούσες να φανταστείς. 

~*~

Γιατί γράφω 

Γιατί...

Μπλαιζ Σαντράρ (Blaise Cendrars), 1887-1961.


*Από τα "Φύλλα γαλλικής ποίησης του 20ου αιώνα" (μτφ. Γιώργος Κ. Καραβασίλης, εκδ. Σπηλιώτη, 1981.

Το ελάφι στους στίχους δύο ποιημάτων

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ

Το τρομαγμένο ελάφι
πάνω απ’ το κρεβάτι σου
ήταν το πρώτο πράγμα
που πρόσεξα μόλις μπήκα
στο δωμάτιό σου.
Το ημερολόγιο κάποιας Τράπεζας.
Μήνας Ιούνιος.
Δε θυμάμαι το ζωγράφο˙
μονάχα πως τα χρώματα στο βάθος
ήταν πολύ αιχμηρά.

Λία Μεγάλου, Ο δραπέτης στο δέντρο, εκδ. Ερμής, 1972.


Φωτογραφία: George Shiras 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ένα ελάφι κυνηγημένο κοντοστέκεται στη φωτι-
σμένη σου κάμαρα. Θα υποκύψει στο φως σου σαν
το σκοτάδι που γονατίζει το χάραμα στα πόδια του
δάσους. Ο ίδιος είναι Έρση. Που προσεύχεται τώ-
ρα μπροστά στο ξεκούμπωτο φόρεμά σου. Κάνε ν’
αστράψουν στο γέλιο του τα ρουμπίνια της χαμένης
χαράς. Είναι η λαμπάδα που καίγεται αναγγέλο-
ντας το Μεγάλο Σάββατο των ματιών σου. 

Μιχάλης Μπέκας, Νυχτοτροπισμοί, εκδ. Στοχαστής, 1995.


Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Κριτική στο "Δίχως όνομα" από το Θεοχάρη Παπαδόπουλο


                                   ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΝΤΖΑΚΗΣ
                                        ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ
                                   ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΚΑΤΗ»

       Όταν ένας ποιητής αποφασίζει να εκτεθεί για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, σημαίνει ότι νιώθει απόλυτα έτοιμος για αυτή την κίνηση. Ότι είναι καιρός να κάνει το πρώτο βήμα γιατί αν το έκανε νωρίτερα θα ήταν πολύ νωρίς, αν το κάνει αργότερα θα είναι πολύ αργά.
       Μια περίπτωση, λοιπόν, που κατά τη γνώμη μας, δεν θα ‘πρεπε να περιμένει άλλο, είναι και η ποιητική συλλογή του Βασίλη Κουντζάκη: «Δίχως όνομα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη». Πρόκειται για ποίηση λιτή με ποιήματα άτιτλα ή «Δίχως όνομα», όπως, μας λέει ο ποιητής, όπου οι στίχοι αποτελούνται από λίγες λέξεις, ενώ παρατηρούμε και στίχους, που αποτελούνται από μία μόνο λέξη, αποδεικνύοντας πως η οικονομία του λόγου είναι μεγάλη αρετή στην ποίηση.
       Το κυριότερο στοιχείο, που βρίσκουμε στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι ο έρωτας: «ένα μπουκάλι νερό / ξέχασες χθες / το φέρνω κοντά μου / για να νιώσω / τα χείλη σου» και αλλού: «Την ψυχή μου έχω ξεχάσει / στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου». Όμως, ο έρωτας μπορεί να έχει και μεταφορική έννοια. Έτσι, ο ποιητής μπορεί να ερωτευτεί με μια αλήθεια ή να πάρει ένα οδυνηρό διαζύγιο με μια ιδέα.
       Στην ποιητική συλλογή του Βασίλη Κουντζάκη ο έρωτας δεν μονοπωλεί την έμπνευση του ποιητή. Υπάρχουν και ποιήματα, που εμπεριέχουν κοινωνικό προβληματισμό. Ο ποιητής αναφέρεται στην Ελλάδα με τον χαρακτηρισμό «Χώρα του σχεδόν ποτέ», ενώ για την ελευθερία θα γράψει: «Τελευταία εξασκούμαι / σε όλες τις πράξεις / και καταλήγω στην αφαίρεση / το αίσθημα ελευθερίας / αυτής της πράξης / με ορίζει.» Παρακάτω, σε άλλο ποίημα ο Βασίλης Κουντζάκης περιγράφει με αρκετά ζωντανά χρώματα τον θεατή της ζωής, που κάθεται συνέχεια με τα χέρια σταυρωμένα: «με ξεκούμπωτα ρούχα / παρακολουθείς τον ήλιο / να κρύβεται / τη θάλασσα να σε χαιρετά / τη ζωή να φεύγει».
      Σε ορισμένα ποιήματα του Βασίλη Κουντζάκη η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, συναντά την μοναξιά του ποιητή: «Βρίσκω αυτό που μου λείπει / στα μπαρ τα βράδια» και αλλού: «Στης νύχτας το δύσκολο πλησίασμα / με παράθυρα κλειστά / έρχονται απανωτά / να με βρουν / οι λέξεις.» Παρόμοια περίπτωση συναντάμε και στον άνθρωπο που «Αγωνιά / και με αργές κινήσεις / ψάχνει τη μορφή του / στο επόμενο κάδρο.»
       Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως η ποιητική συλλογή του Βασίλη Κουντζάκη «Δίχως όνομα» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πόνημα και να απαντήσουμε θετικά στο δίλημμα, που θέσαμε στην αρχή, δηλαδή, πως ο ποιητής με την έκδοση του πρώτου του βιβλίου ήταν πραγματικά έτοιμος να εκτεθεί στο αναγνωστικό κοινό.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Μαρνέρος - Καρδιά

ΚΑΡΔΙΑ

Πολυτραγουδημένο
Σάρκινο μοτέρ
Όλα τα χρωστάς
Στην ελπίδα των ποιητών
Και την απελπισία
Των ερωτευμένων.

Αργύρης Μαρνέρος, Οι Άρχοντες (Ποιήματα 1980-1984), εκδ. Η Μικρή Εγνατία, 1985.



Κάσσος - Το αληθινό τέλος της παιδικής ηλικίας

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

μέσα στο θάνατο τελειώνει η παιδική ηλικία
είναι τότε που οι νεκροί
δεν έχουν καταλάβει καλά
το νεκρό εαυτό τους
που ακόμη ξαπλώνουν
απ' το πλευρό της ζωής
και μένουν έτσι ξάγρυπνοι απορροφημένοι
σα ν' ακούν παραμύθι
όμως με τον καιρό μουδιάζουν
γυρνούν απ' το άλλο πλευρό
δε θυμούνται ποιό ήταν το τέλος
έχουν το μυαλό καθαρό
καθώς ξυπνούν απ' τη μέρα

Βαγγέλης Κάσσος, η πείρα του θανάτου, εκδ. άλως, 1989.



Χριστοδούλου - Σε πνιχτούς σταθμούς

Σε πνιχτούς σταθμούς
όπου μαύρα τραίνα 
- καθώς έρπουσα κραυγή - 
με αμήχανα σώματα 
οι ίσκιοι των προσώπων περπατούν
μέσα στο ψιλό σκοτάδι 
των υπόγειων σταθμών, 
τόσα πολλά κορμιά 
ψυχωμένα 
με άσπρο φως κλινικής
με ανάσα κοφτή
στα βαριά χέρια.
Όλο πληθαίνουν 
τοίχοι βουβοί 
παιδικά στήθη σπαρμένα 
- αχ, πάνω τους ενεργούν
οι όγκοι των τραίνων - 
αύξουσες βοές
που δε σπάζουν 
που δε σπάζουν 
κρατούν το φόβο ολόκληρο. 

Α. Κ. Χριστοδούλου, Ποιήματα, 1971.


Μαυροΐδης - Κομμάτια

[...]
Εμένα λυπάσαι
που περιμένω
να έρθει η νύχτα
να σε κάνω κομμάτια.

Γιώργος Μαυροΐδης, "Ίσαμε που;", εκδ. Άγρα, 1995.



Θανάσης Βενέτης (1936-2014)

Ποτέ δε θα μάθεις το άλλο μου πρόσωπο, το άλλο μου όνομα
δε θ’ αγαπήσεις ποτέ τα χιόνια που αγάπησα.
Σε ξεγέλασαν οι αράχνες μου
οι πλάνητες και αλαζόνες στίχοι μου
σε παγίδεψαν
οι καθημερινές μελετημένες μου κινήσεις
οι άλλες μου εκδοχές.

Ελάχιστο μόριο στις τεράστιες συγκεντρώσεις

δε θα με δεις ποτέ, στα γήπεδα και στις πλατείες
να καίω τα μυστικά μου αλώνια.

Δε θα μάθεις ποτέ για τα φτωχά μου ζεϊμπέκικα

που χόρεψα ξενύχτης και μονάχος.

Σ’ έχω δει πολλές φορές να με κοιτάς

σα να περισσεύω στη ζωή σου.

Θανάσης Βενέτης, Αραχναία Νήματα, 1984.




Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Didi - Μετά το δίλημμα: Συντριβάνι

Όταν κέρδισα την καρδιά σου
Με δελέασε
σαν πολύτιμο κομμάτι από διαμάντι.
Την αγκάλιασα, την έκρυψα,
και την ύμνησα,
μ' έκαψε, μ' έκαψε.
Σαν πεταλούδα
όρμησα στα φώτα σου.
Πέθανα μια φορά
πριν την αποκαλύψω
πυγολαμπίδα μου
πέθανα μια φορά
για μια εκατό φορές ολοζώντανη αγάπη
αγάπη μου, αγάπη μου.
Ακριβή μου,
πέθανα για σένα μια φορά
όταν πρωτοκέρδισα την καρδιά σου.

Didi (Elderdiry M. Fadul), Αθήνα, Δεκέμβριος 1987