Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Άγης Μπράτσος

4

Πεσμένοι απόψε οι σφυγμοί της αντοχής.
Αναστενάζεις μήπως και γίνεις θάλασσα.
Στο θαμπωμένο τζάμι επιθυμίες γλυστρούν.
Ευανάγνωστα γράμματα προεκτείνουν το βλέμμα
στην όψιμη θέα του κόσμου.
Κρυφοκοιτάζεις το μέλλον άναυδη,
για το χθες και το σήμερα που κορυφαία στέκουν.
Ώστε αυτό είναι ο χρόνος, μια θαμπή επιφάνεια.
Απόψε ιδανικά διαγράφει κατ' απαίτηση,
αμφισβητώντας όσα μοιάζουν με παραίτηση.
Απόψε τα δάχτυλα αγγίζουν τον χρόνο, για ελάχιστο
διάστημα,
μια και ταχέως γυρνούν όλα στο φυσικό τους
παράστημα.

Άγης Μπράτσος, Prima Vista, εκδ. Οδός Πανός, 1995.


Δημήτρης Κονιδάρης

Φόβος 

Φόβος είν' οι αφίξεις που μαστίζουν 
τα δωμάτια, 
τα ευπαθή τους πράγματα.
Ο καιρός περνάει 
κι ο χαρακτήρας μου αλλάζει.

Περνάει ο καιρός κι ο χαρακτήρας μου
φθίνει 
όπως του κουρασμένου τραγουδιστή η φωνή
(χαράματα σε κέντρο διασκεδάσεως)
ή όπως φθίνουν οι μύες του χεριού του σερβιτόρου
που συγκεντρώνει τ' άδεια πιάτα. 

~*~

Αναβίωση 

Η χάρη εκείνης της αναβίωσης
αδύνατο να περιγραφεί. 
Οι φήμες μιλούσαν 
για ενσαρκώσεις ομορφιάς
για αποθεώσεις ωραίων προσώπων
κι ήταν κατώτερες απ' όσα αξιώθηκαν 
να δουν 
τα τυχερά μάτια μας

(την ευδοκία των βλεμμάτων μεταφέρω κυρίως
για να μη ξεχαστεί).


Δημήτρης Κονιδάρης, Οικείος, 1984.



Μπίλη Βέμη


Τα φώτα είναι που κάνουν τα χρώματα
να υπάρχουν 
κι ας το ξεχνάμε

~*~

Ποιήματα που βουλιάζουν ολοένα
που δεν τα ανάσυρε κανείς

Ποιήματα που βουλιάζουν ολοένα
Μπορείς να τα ξυπνήσεις; 


Μπίλη Βέμη, Τοπίο που σε λένε ποίημα, εκδ. Άγρα, 1987



Πολ Μπλάκμπερν (Paul Blackburn)

Η ΒΕΛΟΝΑ

Δύο τετράγωνα μακρύτερα
          νυχτερινή κυκλοφορία σκίζει ορμητικά
          τη λεωφόρο                    οι γρήγορες μηχανές

Δεν είναι σαν να μπορούσε κάποιος να τη δει 
Δεν είναι σαν τίποτε να μην άξιζε

           Ακόμη και πάνω από τις στέγες
           άστρα σμίγουν με σύννεφα
           Μόνο τα πιο λαμπερά φαίνονται 

Η απόλυτη γραφειοκρατία του μεγέθους και της έλλειψης χώρου
           και συντελεστής της η εξουσία
Μα η γάτα περπατάει στα κεραμίδια τώρα
                                      στη σκοτεινή νύχτα
                                                  στο φεγγάρι 


Πολ Μπλάκμπερν (Paul Blackburn), από την ανθολογία "Η Σκηνή Μπιτ", εκδ. Ερατώ, 1987.




Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Πέτρος Δήμας (δύο ποιήματα)


Η ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ 

Yπάρχει μεσ΄ την κάμαρη, που τη ζωή μου κλείνει,
Κάποιας γυναίκας σεβαστής η προσωπογραφία
Γυναίκας που όλη γνώρισε του κόσμου τη σοφία
Και αγάπησε τη μοναξιά και τη χλωμή Σελήνη

Το βλέμμα της αγγελικό χαμόγελο απαλύνει.
Το ευγενικό της μέτωπο ρυτίδωσε η Ανία.
Τόσο την κούρασε η κρυφή των σκέψεων αγωνία,
Που του θανάτου απόθησε την άχραντη γαλήνη.

Απόψε πάλι ως με θωρεί βαθειά συλλογισμένο,
Μια ψυχική ανύψωση του κάκου να προσμένω,
Βγαίνει απ΄ το κάδρο ιδανική, θαρρώ, και με σιμώνει.

- Απ΄ των ψυχών τους Ουρανούς, μου λέει κατεβαίνω.
Σαν αδελφό μου σ΄ αγαπώ, και σε καταλαβαίνω:
Κι΄ εγώ στον κόσμο επέρασα σκεπτόμενη και μόνη…

(Δημοσιευμένο στην «Νέα Εποχή» της 20-2-1938)


***


ΕΠΙΚΛΗΣΗ

De la musique avant tout shoes
Paul Verlaine

Ω! τα θλιμμένα σούρουπα
τα φθινοπωρινά!
Γιομάτα πλάνους ρεμβασμούς
κι άρρωστη νοσταλγία
γιομάτα απ ΄να ρώτημα
κρυφό, που τυραννά:
«Ώστε ήταν όνειρο, και πάει,
του θέρους η μαγεία; …»

- Πάρτε με και λικνίστε με,
καράβια σιωπηλά.
Με κούρασαν οι λογισμοί
και τα σοφά βιβλία.
(το υγρό φθινοπωριάτικο
σουρούπωμα κυλά
και στάζει εντός μου αβάστακτη
τεφρή μελαγχολία.)
- Πάρτε με και λικνίστε με,
καράβια σιωπηλά.

(Δημοσιευμένο στην «Νέα Εποχή» της 19-12-1937)


*Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της εφημερίδας "Νέα Εποχή Αγρινίου" 



Άκης Χανδρινός

ΜΑΡΟΚΟ

Τίποτα πριν δε θα μας είχε φέρει τόσο 
απροσδόκητα κοντά.
Κι αν υποτίθεται ότι έφτασε κανείς
Κάποια νηφάλια πεδία μετά από  τ ό σ ο υ ς
μεθυσμένους ακροβατισμούς, 
αν απέκτησε την ήττα ψάχνοντας την εκεχειρία,
τη ντροπή αντί γι’ αξιοπρέπεια,
τη σύμβαση και τον ντετερμινισμό 
αντί για την εναλλαγή τους. 
Μάθετε να μη φοράτε αποσμητικά. 
“Σήμερα ή έστω κι αύριο αλλά χωρίς ντροπή”

Άκης Χανδρινός, Η μνήμη ενός νάρκισσου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1983.


Απόστολος Μαγγανάρης

ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ

Είν’ η Ζωή ένα μέρος απ’ το Θάνατο 
Κ’ είν’ όσο μια σταγόνα στον ωκεανό
Κ’ είν’ όσο μια τελεία μέσα στο Σύμπαν.

Δεν ξέρεις τη φυλή σου   ούτε τη ρίζα σου
Δεν ξέρεις ούτε καν για πού τραβάς –
Σε ποια ψυχή να δώσεις την ψυχή σου.
Δεν ξέρεις τι ν’ απόγινε το σπίτι σου – 
Τ’ άφησες τότε που άρχιζεν η βαρυχειμωνιά 
Μπορεί και να μη μπόρεσε ν’ αντέξει. 

Γιατί να γνέθεις σχέδια μέσ’ στον ύπνο σου;
Στον ξύπνο είναι καλύτερα να ονειρευτείς·
Μικρό καλάθι να κρατάς   κι ό,τι χωρέσει.  

Απόστολος Μαγγανάρης, Wondermagica (Γουοντερμάτζικα), 
ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1976.



Γιάννης Τόλιας

ΦΩΤΕΙΝΟΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ

Μεσάνυχτα
Η κυκλοφορία μέσα στον εγκέφαλό μου
ρυθμίζεται πλημμελώς
Γι' αυτό έκρινα σκόπιμο 
κόκκινο 
κίτρινο 
πράσινο 
Το τέταρτο χρώμα να είσαι εσύ. 

Γιάννης Τόλιας, Μωβ Σημαία, 1981.



Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Γιάννης Τζώρτζης


Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρύχωμαι το θά-
νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μία
επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο άνε-
μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι
έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Εδώ δεν 
υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε
κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι εδώ. Μόνο 
κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός
βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο 
τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί 
και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα∙ τον υποτάσ-
σει ανοίγοντας το στήθος. 

Όπου σταματάς για μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη
ζωή. 

Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, 1989. 


Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Αλέξανδρος Κωνσταντίνου - Τέσσερα ποιήματα

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ 

Έκοβα τα φύλλα της μηλιάς, 
ετράβαγα τον ουρανό απ' την άκρη του 
όπως μαζεύεις το σεντόνι:
όλα επάνω μου. 
Να βρέχει άκανθες από ψηλά, 
μαγνητικές βελόνες.
Εχάραξα το "Α" πάνω στον κορμό,
το σκάλισα σχεδόν λευκό 
τρυπώντας το ένα μου δάχτυλο.
Ύστερα το δέντρο μίλησε 
κι όλος ο κήπος βουτήχτηκε στα κλάματα. 

~*~

Η ΤΑΙΝΙΑ 

Κινούμενος όγκος στο χαρτί 
τα μέλη μου από άμμο,
και σκορπίζουν. Κομμένα χέρια, 
παράλυτος λαιμός, εξατμισμένα αισθήματα - το στήθος 
κύμβαλο αλαλάζον. 
Ωστόσο από το παράθυρο 
βλέπω στο δρόμο τους περαστικούς
να φεύγουν βιαστικοί 
όπως οι κομμένες σκηνές 
στις ακατάλληλες ταινίες. 

~*~

ΘΑ 'ΡΘΟΥΝΕ ΠΑΛΙ 

Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι 
να ταράξουνε την ερημιά μου,
να την τρελάνουνε. 
Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι - το ξέρω - 
απρόσωποι και σιωπηλοί.
Θα φέρουν το δίσκο (με το φαγητό)
και δεν θα πούνε τίποτα.
Θα φύγουν όπως ήρθανε. 
Σαν να μην υπάρχει κανείς εδώ μέσα. 

~*~

ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Θα σπάσω τον καθρέφτη.
Θα τονε κάνω χίλια κομμάτια
να μη βλέπω αυτό το πρόσωπο 
που δεν μπορώ με τίποτα ν' ανασυνθέσω.


Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, Προφορικός λόγος, εκδ. Πλέθρον, 2005