Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Άκης Χανδρινός

ΜΑΡΟΚΟ

Τίποτα πριν δε θα μας είχε φέρει τόσο 
απροσδόκητα κοντά.
Κι αν υποτίθεται ότι έφτασε κανείς
Κάποια νηφάλια πεδία μετά από  τ ό σ ο υ ς
μεθυσμένους ακροβατισμούς, 
αν απέκτησε την ήττα ψάχνοντας την εκεχειρία,
τη ντροπή αντί γι’ αξιοπρέπεια,
τη σύμβαση και τον ντετερμινισμό 
αντί για την εναλλαγή τους. 
Μάθετε να μη φοράτε αποσμητικά. 
“Σήμερα ή έστω κι αύριο αλλά χωρίς ντροπή”

Άκης Χανδρινός, Η μνήμη ενός νάρκισσου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1983.


Απόστολος Μαγγανάρης

ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ

Είν’ η Ζωή ένα μέρος απ’ το Θάνατο 
Κ’ είν’ όσο μια σταγόνα στον ωκεανό
Κ’ είν’ όσο μια τελεία μέσα στο Σύμπαν.

Δεν ξέρεις τη φυλή σου   ούτε τη ρίζα σου
Δεν ξέρεις ούτε καν για πού τραβάς –
Σε ποια ψυχή να δώσεις την ψυχή σου.
Δεν ξέρεις τι ν’ απόγινε το σπίτι σου – 
Τ’ άφησες τότε που άρχιζεν η βαρυχειμωνιά 
Μπορεί και να μη μπόρεσε ν’ αντέξει. 

Γιατί να γνέθεις σχέδια μέσ’ στον ύπνο σου;
Στον ξύπνο είναι καλύτερα να ονειρευτείς·
Μικρό καλάθι να κρατάς   κι ό,τι χωρέσει.  

Απόστολος Μαγγανάρης, Wondermagica (Γουοντερμάτζικα), 
ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1976.



Γιάννης Τόλιας

ΦΩΤΕΙΝΟΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ

Μεσάνυχτα
Η κυκλοφορία μέσα στον εγκέφαλό μου
ρυθμίζεται πλημμελώς
Γι' αυτό έκρινα σκόπιμο 
κόκκινο 
κίτρινο 
πράσινο 
Το τέταρτο χρώμα να είσαι εσύ. 

Γιάννης Τόλιας, Μωβ Σημαία, 1981.



Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Γιάννης Τζώρτζης


Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρύχωμαι το θά-
νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μία
επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο άνε-
μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι
έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Εδώ δεν 
υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε
κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι εδώ. Μόνο 
κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός
βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο 
τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί 
και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα∙ τον υποτάσ-
σει ανοίγοντας το στήθος. 

Όπου σταματάς για μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη
ζωή. 

Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, 1989. 


Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Αλέξανδρος Κωνσταντίνου - Τέσσερα ποιήματα

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ 

Έκοβα τα φύλλα της μηλιάς, 
ετράβαγα τον ουρανό απ' την άκρη του 
όπως μαζεύεις το σεντόνι:
όλα επάνω μου. 
Να βρέχει άκανθες από ψηλά, 
μαγνητικές βελόνες.
Εχάραξα το "Α" πάνω στον κορμό,
το σκάλισα σχεδόν λευκό 
τρυπώντας το ένα μου δάχτυλο.
Ύστερα το δέντρο μίλησε 
κι όλος ο κήπος βουτήχτηκε στα κλάματα. 

~*~

Η ΤΑΙΝΙΑ 

Κινούμενος όγκος στο χαρτί 
τα μέλη μου από άμμο,
και σκορπίζουν. Κομμένα χέρια, 
παράλυτος λαιμός, εξατμισμένα αισθήματα - το στήθος 
κύμβαλο αλαλάζον. 
Ωστόσο από το παράθυρο 
βλέπω στο δρόμο τους περαστικούς
να φεύγουν βιαστικοί 
όπως οι κομμένες σκηνές 
στις ακατάλληλες ταινίες. 

~*~

ΘΑ 'ΡΘΟΥΝΕ ΠΑΛΙ 

Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι 
να ταράξουνε την ερημιά μου,
να την τρελάνουνε. 
Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι - το ξέρω - 
απρόσωποι και σιωπηλοί.
Θα φέρουν το δίσκο (με το φαγητό)
και δεν θα πούνε τίποτα.
Θα φύγουν όπως ήρθανε. 
Σαν να μην υπάρχει κανείς εδώ μέσα. 

~*~

ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Θα σπάσω τον καθρέφτη.
Θα τονε κάνω χίλια κομμάτια
να μη βλέπω αυτό το πρόσωπο 
που δεν μπορώ με τίποτα ν' ανασυνθέσω.


Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, Προφορικός λόγος, εκδ. Πλέθρον, 2005




Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Γιώργος Γωνιανάκης

Ύψος βαθύ


Λένε: η εποχή είναι αντι-ποιητική.

Κι όμως εγώ την ποίηση την βρίσκω 

ακόμη και στη λαϊκή. Εκεί 

μέσα στων πωλητών τις αγριοφωνάρες

η νεαρή πωλήτρια πουλάει μέλι

-βάζα βαθύλαμπα γιομάτα γλύκα. 

Ή όταν η άγνωστη γειτόνισσα γλεντάει το κορμί της 

σκορπώντας στον ακάλυπτο γλυκόβγαλτες κραυγές

             έως αργά τη νύχτα. 

Και περισσότερο 

όταν τα πέταλα της νεραντζιάς τον δρόμο ραίνουν 

της Άνοιξης ασβέστωμα που σβήνει τη μαυρίλα 

κι ευλαβικά τα σωθικά μου καίει. 

Αλλά δεν βρήκα ποίηση ούτε μια στάλα 

σε ποιητικές βραδιές με οινοποσία. 

Γιατί η ποίηση 

είναι δεντράκι ερωτόκρημνο 

δεν θάλλει στις συμβάσεις. 


Γιώργος Γωνιανάκης, Τι είπε το ποτάμι, εκδ. Στιγμή, 2018. 




Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Δύο ποιήματα του Ματθαίου Μουντέ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ 

Πρέπει να περιορίσω τις αναζητήσεις μου 
και να ενισχύσω τους στόχους μου 
με στοιχεία αυτοβιογραφικά. 
Μέσα στη γεωμετρία του ολέθρου
είναι περιττή η ακαμψία 
του ενάρετου. 
Ο χρόνος παρακμάζει, γι' αυτό 
με απλές κι εύκολες φράσεις 
θα καταθέσω 
στην απαστράπτουσα αγορά 
τις χαμένες ευκαιρίες της δόξας 
και το μακρύ μαρτύριο 
του φραστικού μου αδιεξόδου. 

                     * * * 

ΣΧΟΛΙΟ 

Η ποίηση είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης,  
δίνει προέκταση στον έρωτα και στον Θεό. 
Ανάμεσα στο κίνητρο και την υποταγή 
η ποίηση επισημαίνει 
το αιώνιο παράπονο του παιδιού 
τη βαθιά μοναξιά του εργένη 
τη μάταιη σκόνη των πράξεων.

Ματθαίος Μουντές, "Τα αντίποινα", εκδ. της Εστίας, 1982. 




Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Νίκος Καραχάλιος (Δύο ποιήματα)

ΑΝΑΔΡΟΜΗ 


Μέσα σε τούτη τη χαράδρα
είναι ριγμένα τα κόκαλά μου. 
Εκείνο, το μεγαλύτερο, είναι της μάνας μου
κι αυτό που λάμπει από βιτάλιο και χρυσάφι η κεφαλή 
       του
είναι δικό μου –
φως της σελήνης με θυμάσαι; 
Γεννήθηκα στο Κιάτο της Κορινθίας το 1932 
από γονείς που δε μπόρεσαν ποτέ 
να με γνωρίσουν –  

έτσι περήφανα ξένος 
πέρασα τη ζωή. 

~*~

ΠΟΡΘΜΕΙΟ 


Γυναίκα με το πανέρι της δύσης στα χέρια
συγκράτησα τον αποκεφαλισμό μου ώσπου
στ' ανηφορικά μονοπάτια τ' αστέρια 
ν' αποκρυπτογραφήσουν τη γραφή μου 
στα σκοτεινά δέντρα τ' αηδόνια 
να συνταχθούν με την καρδιά μου. 

Άλλαξε το βήμα σου 
σκούρε αρλεκίνε - δήμιε των ερώτων και των ημερών 
αλλοπρόσαλλε καρυοθραύστη και κωδωνοκρούστη 
των στεναγμών 

η μέρα τελειώνει στα δυτικά σφαγεία της πόλεως 
πίσω απ' το καμπαναριό 

ο θάνατος ακολουθεί το σφυγμό μου. 


Νίκος Καραχάλιος, "Το αίμα", εκδ. Πλέθρον, 1984.


Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Δύο ποιήματα του Κώστα Σκούρτη

Α, τι δικαίωση να είναι κανείς μόνος
πόσο απλοϊκά ερμηνεύσαμε τους χρησμούς
παλιότερα θυμάμαι
κάθε άσκοπη κίνηση
έμοιαζε μαγική
στο παιδικό δωμάτιο
τρέκλιζαν χαρούμενοι
λογής λογής ονειροπόλοι
στήνοντας ικρίωμα
χαϊδεύοντας γάτες πλαστικές
ή πίνοντας απλά το τσάι τους
ανακαλώντας μεγαλεία περασμένα
φτύνοντας κίτρινα φλέματα στις κουρτίνες 
Ω, η εποχή των ηρώων παρήλθε
κι ούτε ένα φάντασμα δεν υπάρχει αληθινά
παρά μόνο σχέδια 
στη σκόνη του τραπεζιού
κι ένα άσκημο κορίτσι
που φοβάται ν' ανάψει το κερί
κι όλο μασάει φρυγανιές
στο βάθος της κουζίνας
Τίποτα δεν είχε κρύψει η ιστορία για μας
(δώρο ή ανάθεμα)
οι σαλπιγκτές χασμουριώνται στις πλατείες 
οι πουτάνες πλένουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν
και το κάτοπτρο άδειο
λες και το θαύμα μετάνιωσε
κι άφησε όλο το αίμα 
να τρέξει απ' τα μάτια μας
επί ματαίω
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου 
εκείνο το βράδυ είχε κόσμο στο σαλόνι
έφυγα όταν δεν κοιτούσες
είχα κολλήσει μια μικρή μπασκέτα στη ντουλάπα
έκλεισα τ' αυτιά μου
με τους δείκτες των χεριών
ίσα που να ακούγεται
το βουητό του κλιματιστικού
και σου πα ψέματα
-για χιλιοστή φορά-
πως είχα πεθάνει
μ' ανακούφιζε η αδιαφορία σου
στοργικά
καθάριζες ένα μήλο στο παράθυρο
κι έκοβες κατά λάθος 
το δάχτυλο σου
κάθε βράδυ
πιτσίλιζες με αίμα το τζάμι
κι ούτε ένα βλέμμα απ' τους περαστικούς
Το δράμα είναι ιδιωτική υπόθεση

~*~

Μια Mερίδα Kαλαμάρια

Ω! Πλάσμα της αβύσσου
βουβό
παιδί της σκοτεινιάς, πένθιμο, μελάγχολο
και νόστιμο
Εσύ, του ερέβους ταξιδιώτη,
μυστηριώδη και θλιμμένε αδερφέ μου
με τα γουρλωμένα μάτια και τις σίγουρες κινήσεις
με το βαθύ κι ατάραχό σου βλέμμα
Ποιο μυστικό, ποια γνώση κοινώνησες
εκεί στην κρύα, υδάτινη σπηλιά
που κλείστηκες για χρόνια;
Δε μ’ απαντάς
Μόνο μελάνι αφήνεις πίσω σου και φεύγεις
ανηλεής κι αγέρωχος
(Πλανήθηκαν πάντως
πολλοί -κι εγώ μαζί-
και νόμισαν πως έδωσες απάντηση. Πόσο κουτοί είμαστε οι άνθρωποι ώρες ώρες..)





*Οι πίνακες είναι από την έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Διαδρομές» της Μαίρης Νταγιαντά (2017).
  

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Αντρέας Πανταζής

ΑΜΦΙΑΡΕΙΟΝ
(απόσπασμα) 


Τα συντρίμμια του μυαλού μου
πάνω στη σκηνή
σφίγγουν σαν εξόριστοι
την ενότητα με το ζεστό κορμί σου
και μέσα από ρόλους που με διχάζουν
τα λόγια μου σού δίνω
να με πλησιάσεις. 

Η φωνή σου
μέσα απ' το αποξενωμένο σώμα μου
γυρνά πάνω στα κενά διαζώματα
και τα κιονόκρανα
ώσπου να με φέρει πίσω. 

Η πόλη βουλιάζει μέσ' την ασώματη σκιά σου 
το νήμα κομμένο 
εσύ 
μέσα στο κορμί μου
ξένη 
και μερικές φορές δική μου. 

Η διανομή του έργου μάς χωρίζει
κι ο γερο-φύλακας στην Πύλη
μάς οπλίζει 
μέσ' την παράσταση απελπισμένος 
το χέρι σου δεν βρίσκω πια
και συ 
στην Εικοστή Πρώτη πράξη της Λογικής
χωρίς τον ξεναγό 
θα μ' αρνηθείς. 

Αντρέας Πανταζής, Ήλιον, Κρυπτόν και Ξένον, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1984. 

*Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Βασίλη Σολιδάκη