Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Γιάννης Τζώρτζης


Απ' το τυφλό σκοτάδι του οράματος υποβρύχωμαι το θά-
νατο: Είναι μήνας Ιούλιος και το χιόνι της Ιρλανδίας μία
επώδυνη ανάμνηση. Ο ήλιος σπαράζει τα ονόματα, ο άνε-
μος τη σιωπή των πεδιάδων και των ήσυχων λόφων. Κι
έρχεται πάλι η ώρα να κατέβουμε στη θάλασσα. Εδώ δεν 
υπάρχει ζωντανό πλάσμα να τολμήσει το λόγο. Μα ούτε
κι ο λόγος ανοίγει το τρομαγμένο του κεφάλι εδώ. Μόνο 
κοιτάζοντας τα ψηλωμένα σύννεφα ανεβαίνει ο σκοτεινός
βυθός και σε τραβάει. Μαζί του χορεύουν ως το θάνατο 
τα φονικά ταράγματα του ύπνου. Τώρα ο βυθός κανοναρχεί 
και λάμπει. Ο χρόνος πλέον δεν είναι τίποτα∙ τον υποτάσ-
σει ανοίγοντας το στήθος. 

Όπου σταματάς για μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη
ζωή. 

Γιάννης Τζώρτζης, Ο ύπνος του κυνηγού, εκδ. Ερατώ, 1989. 


Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Αλέξανδρος Κωνσταντίνου - Τέσσερα ποιήματα

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ 

Έκοβα τα φύλλα της μηλιάς, 
ετράβαγα τον ουρανό απ' την άκρη του 
όπως μαζεύεις το σεντόνι:
όλα επάνω μου. 
Να βρέχει άκανθες από ψηλά, 
μαγνητικές βελόνες.
Εχάραξα το "Α" πάνω στον κορμό,
το σκάλισα σχεδόν λευκό 
τρυπώντας το ένα μου δάχτυλο.
Ύστερα το δέντρο μίλησε 
κι όλος ο κήπος βουτήχτηκε στα κλάματα. 

~*~

Η ΤΑΙΝΙΑ 

Κινούμενος όγκος στο χαρτί 
τα μέλη μου από άμμο,
και σκορπίζουν. Κομμένα χέρια, 
παράλυτος λαιμός, εξατμισμένα αισθήματα - το στήθος 
κύμβαλο αλαλάζον. 
Ωστόσο από το παράθυρο 
βλέπω στο δρόμο τους περαστικούς
να φεύγουν βιαστικοί 
όπως οι κομμένες σκηνές 
στις ακατάλληλες ταινίες. 

~*~

ΘΑ 'ΡΘΟΥΝΕ ΠΑΛΙ 

Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι 
να ταράξουνε την ερημιά μου,
να την τρελάνουνε. 
Θα 'ρθουνε πάλι οι άνθρωποι - το ξέρω - 
απρόσωποι και σιωπηλοί.
Θα φέρουν το δίσκο (με το φαγητό)
και δεν θα πούνε τίποτα.
Θα φύγουν όπως ήρθανε. 
Σαν να μην υπάρχει κανείς εδώ μέσα. 

~*~

ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Θα σπάσω τον καθρέφτη.
Θα τονε κάνω χίλια κομμάτια
να μη βλέπω αυτό το πρόσωπο 
που δεν μπορώ με τίποτα ν' ανασυνθέσω.


Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, Προφορικός λόγος, εκδ. Πλέθρον, 2005




Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Γιώργος Γωνιανάκης

Ύψος βαθύ


Λένε: η εποχή είναι αντι-ποιητική.

Κι όμως εγώ την ποίηση την βρίσκω 

ακόμη και στη λαϊκή. Εκεί 

μέσα στων πωλητών τις αγριοφωνάρες

η νεαρή πωλήτρια πουλάει μέλι

-βάζα βαθύλαμπα γιομάτα γλύκα. 

Ή όταν η άγνωστη γειτόνισσα γλεντάει το κορμί της 

σκορπώντας στον ακάλυπτο γλυκόβγαλτες κραυγές

             έως αργά τη νύχτα. 

Και περισσότερο 

όταν τα πέταλα της νεραντζιάς τον δρόμο ραίνουν 

της Άνοιξης ασβέστωμα που σβήνει τη μαυρίλα 

κι ευλαβικά τα σωθικά μου καίει. 

Αλλά δεν βρήκα ποίηση ούτε μια στάλα 

σε ποιητικές βραδιές με οινοποσία. 

Γιατί η ποίηση 

είναι δεντράκι ερωτόκρημνο 

δεν θάλλει στις συμβάσεις. 


Γιώργος Γωνιανάκης, Τι είπε το ποτάμι, εκδ. Στιγμή, 2018. 




Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Δύο ποιήματα του Ματθαίου Μουντέ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ 

Πρέπει να περιορίσω τις αναζητήσεις μου 
και να ενισχύσω τους στόχους μου 
με στοιχεία αυτοβιογραφικά. 
Μέσα στη γεωμετρία του ολέθρου
είναι περιττή η ακαμψία 
του ενάρετου. 
Ο χρόνος παρακμάζει, γι' αυτό 
με απλές κι εύκολες φράσεις 
θα καταθέσω 
στην απαστράπτουσα αγορά 
τις χαμένες ευκαιρίες της δόξας 
και το μακρύ μαρτύριο 
του φραστικού μου αδιεξόδου. 

                     * * * 

ΣΧΟΛΙΟ 

Η ποίηση είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης,  
δίνει προέκταση στον έρωτα και στον Θεό. 
Ανάμεσα στο κίνητρο και την υποταγή 
η ποίηση επισημαίνει 
το αιώνιο παράπονο του παιδιού 
τη βαθιά μοναξιά του εργένη 
τη μάταιη σκόνη των πράξεων.

Ματθαίος Μουντές, "Τα αντίποινα", εκδ. της Εστίας, 1982. 




Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Νίκος Καραχάλιος (Δύο ποιήματα)

ΑΝΑΔΡΟΜΗ 


Μέσα σε τούτη τη χαράδρα
είναι ριγμένα τα κόκαλά μου. 
Εκείνο, το μεγαλύτερο, είναι της μάνας μου
κι αυτό που λάμπει από βιτάλιο και χρυσάφι η κεφαλή 
       του
είναι δικό μου –
φως της σελήνης με θυμάσαι; 
Γεννήθηκα στο Κιάτο της Κορινθίας το 1932 
από γονείς που δε μπόρεσαν ποτέ 
να με γνωρίσουν –  

έτσι περήφανα ξένος 
πέρασα τη ζωή. 

~*~

ΠΟΡΘΜΕΙΟ 


Γυναίκα με το πανέρι της δύσης στα χέρια
συγκράτησα τον αποκεφαλισμό μου ώσπου
στ' ανηφορικά μονοπάτια τ' αστέρια 
ν' αποκρυπτογραφήσουν τη γραφή μου 
στα σκοτεινά δέντρα τ' αηδόνια 
να συνταχθούν με την καρδιά μου. 

Άλλαξε το βήμα σου 
σκούρε αρλεκίνε - δήμιε των ερώτων και των ημερών 
αλλοπρόσαλλε καρυοθραύστη και κωδωνοκρούστη 
των στεναγμών 

η μέρα τελειώνει στα δυτικά σφαγεία της πόλεως 
πίσω απ' το καμπαναριό 

ο θάνατος ακολουθεί το σφυγμό μου. 


Νίκος Καραχάλιος, "Το αίμα", εκδ. Πλέθρον, 1984.


Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Δύο ποιήματα του Κώστα Σκούρτη

Α, τι δικαίωση να είναι κανείς μόνος
πόσο απλοϊκά ερμηνεύσαμε τους χρησμούς
παλιότερα θυμάμαι
κάθε άσκοπη κίνηση
έμοιαζε μαγική
στο παιδικό δωμάτιο
τρέκλιζαν χαρούμενοι
λογής λογής ονειροπόλοι
στήνοντας ικρίωμα
χαϊδεύοντας γάτες πλαστικές
ή πίνοντας απλά το τσάι τους
ανακαλώντας μεγαλεία περασμένα
φτύνοντας κίτρινα φλέματα στις κουρτίνες 
Ω, η εποχή των ηρώων παρήλθε
κι ούτε ένα φάντασμα δεν υπάρχει αληθινά
παρά μόνο σχέδια 
στη σκόνη του τραπεζιού
κι ένα άσκημο κορίτσι
που φοβάται ν' ανάψει το κερί
κι όλο μασάει φρυγανιές
στο βάθος της κουζίνας
Τίποτα δεν είχε κρύψει η ιστορία για μας
(δώρο ή ανάθεμα)
οι σαλπιγκτές χασμουριώνται στις πλατείες 
οι πουτάνες πλένουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν
και το κάτοπτρο άδειο
λες και το θαύμα μετάνιωσε
κι άφησε όλο το αίμα 
να τρέξει απ' τα μάτια μας
επί ματαίω
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου 
εκείνο το βράδυ είχε κόσμο στο σαλόνι
έφυγα όταν δεν κοιτούσες
είχα κολλήσει μια μικρή μπασκέτα στη ντουλάπα
έκλεισα τ' αυτιά μου
με τους δείκτες των χεριών
ίσα που να ακούγεται
το βουητό του κλιματιστικού
και σου πα ψέματα
-για χιλιοστή φορά-
πως είχα πεθάνει
μ' ανακούφιζε η αδιαφορία σου
στοργικά
καθάριζες ένα μήλο στο παράθυρο
κι έκοβες κατά λάθος 
το δάχτυλο σου
κάθε βράδυ
πιτσίλιζες με αίμα το τζάμι
κι ούτε ένα βλέμμα απ' τους περαστικούς
Το δράμα είναι ιδιωτική υπόθεση

~*~

Μια Mερίδα Kαλαμάρια

Ω! Πλάσμα της αβύσσου
βουβό
παιδί της σκοτεινιάς, πένθιμο, μελάγχολο
και νόστιμο
Εσύ, του ερέβους ταξιδιώτη,
μυστηριώδη και θλιμμένε αδερφέ μου
με τα γουρλωμένα μάτια και τις σίγουρες κινήσεις
με το βαθύ κι ατάραχό σου βλέμμα
Ποιο μυστικό, ποια γνώση κοινώνησες
εκεί στην κρύα, υδάτινη σπηλιά
που κλείστηκες για χρόνια;
Δε μ’ απαντάς
Μόνο μελάνι αφήνεις πίσω σου και φεύγεις
ανηλεής κι αγέρωχος
(Πλανήθηκαν πάντως
πολλοί -κι εγώ μαζί-
και νόμισαν πως έδωσες απάντηση. Πόσο κουτοί είμαστε οι άνθρωποι ώρες ώρες..)





*Οι πίνακες είναι από την έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Διαδρομές» της Μαίρης Νταγιαντά (2017).
  

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Αντρέας Πανταζής

ΑΜΦΙΑΡΕΙΟΝ
(απόσπασμα) 


Τα συντρίμμια του μυαλού μου
πάνω στη σκηνή
σφίγγουν σαν εξόριστοι
την ενότητα με το ζεστό κορμί σου
και μέσα από ρόλους που με διχάζουν
τα λόγια μου σού δίνω
να με πλησιάσεις. 

Η φωνή σου
μέσα απ' το αποξενωμένο σώμα μου
γυρνά πάνω στα κενά διαζώματα
και τα κιονόκρανα
ώσπου να με φέρει πίσω. 

Η πόλη βουλιάζει μέσ' την ασώματη σκιά σου 
το νήμα κομμένο 
εσύ 
μέσα στο κορμί μου
ξένη 
και μερικές φορές δική μου. 

Η διανομή του έργου μάς χωρίζει
κι ο γερο-φύλακας στην Πύλη
μάς οπλίζει 
μέσ' την παράσταση απελπισμένος 
το χέρι σου δεν βρίσκω πια
και συ 
στην Εικοστή Πρώτη πράξη της Λογικής
χωρίς τον ξεναγό 
θα μ' αρνηθείς. 

Αντρέας Πανταζής, Ήλιον, Κρυπτόν και Ξένον, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1984. 

*Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Βασίλη Σολιδάκη 


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Οι Αίνοι (Βαρβέρης - Γραμμένος)

ΑΙΝΟΙ 

Μια μέρα θα πάμε μαζί
στη Λυρική των Αθηνών
για να πετάξω από πάνω μου
τις λάσπες και τα χερσαία νερά
και επειδή οργάνωνες το τέρμα Πατησίων
έτσι ώστε το θείον να σε ξεχωρίζει συνεχώς
πράγμα που δεν το έκανε
για κανέναν ποιητή απολύτως
ακόμη και όταν στο λευκό κρήδεμνο της ημέρας
μεταξύ των άκρων του λιμανιού της Θεσσαλονίκης
η ίδια η Θεοτόκος
και άνθρωποι θεατρικοί των σταδίων
τα έβαζαν με τη διαρκή επανάληψη
των χαραμάτων και του ηλιοβασιλέματος
αλλά και με την αστάθεια της πολεοδομίας
και των εξεγέρσεων
και επικαλούνταν μόνο τους ποιητές.
Θα είχε ποιητές και εκείνη η εποχή
και αγάλματα για μιαν αιωνιότητα.
Βέβαια οι άνθρωποι επικαλούνται συνήθως το θείον
και ύστερα θεσμοθετούν το ορθό
ό,τι δηλαδή κατέστρεφαν συνεχώς
και κανένας τους δεν θέλει το ανθρώπινο.
Έτσι φαίνεται.
Και καλύπτουν τα μέλλοντα με συνδυασμούς ανθέων.
Όμως εμάς είναι τέτοια η έκσταση που μας έχει καταλάβει
που προσεγγίζουμε το ύφος ποιητών
και χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιον κύκλο βρισκόμαστε
βλέπουμε τα μαυροπούλια του απογέματος
στο πάρκο του τέρματος της οδού Πατησίων.
Είναι μια συνομιλία των δικαίων και των αδίκων
με την εποπτεία του Θεού.
Μια μέρα θα πάμε μαζί
στη Λυρική των Αθηνών.

Τάκης Γραμμένος, Αποκαλυπτικά της Εσπερίας, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1991.



~*~

ΟΙ ΑΙΝΟΙ

Μη με ρωτάς τι αίνους συλλαβίζω·
αφού αντρώθηκα με τους τελευταίους σπασμούς του θηρίου
δεν είχα αδέρφια ούτε βόλια.
Όμως αλήτευα μέρες και νύχτες
στις πλατείες
χάζευα τα πολύχρωμα με τις εναλλαγές
ανάδευα μ’ ένα κλαδί στο βάθος
τα θούρια που κάπνιζαν.
Μη με ρωτάς ποτέ πού τους θυμήθηκα.

Καμιά φορά αστράφτω κι εγώ
και τυφλώνομαι.

Γιάννης Βαρβέρης, Το ράμφος, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1984. 



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το οντολογικό βάθος της ποίησης του Τάσου Μπέσιου

Το οντολογικό βάθος της ποίησης του Τάσου Μπέσιου
με αφορμή το ποίημα «Λεκές θλίψης» από την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή
«Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη)

Κάθε κριτική, μπροστά στο έργο ενός ισχυρού ποιητή, συνιστά νοηματική
προσέγγιση μιας όψης της οντολογικής βαθύτητας και της πολυεπίπεδης
σημασιολογικής βαρύτητάς του. Με βάση το δεδομένο αυτό επιχειρείται εδώ μια
προσπάθεια διαύγασης του ποιήματος «Λεκές θλίψης», από την πρόσφατη ποιητική
συλλογή «Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη, σελ.12), ως προοίμιο στο μείζον
ποιητικό έργο του Τ. Μπέσιου, κάτι το οποίο από μέρους μου συνιστά μια ταπεινή
άσκηση ψυχής και πνεύματος μπροστά στο έργο αυτό.

Λεκές θλίψης

Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές βουβές
χωρίς φτερά. Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης.
Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου. Στέγη βαριά από
μυκηθμό μπάσου σαξόφωνου. Ήλιου σταγόνες
παγιδευμένες στη γυάλινη οροφή. Βιάζεται η νύχτα
το φως να σκοτώσει.

Η αναλυτική προσέγγιση του ποιήματος αυτού θα εστιαστεί σε δύο από τις
πολύπλευρες διαστάσεις του ποιητικού έργου του Τάσου Μπέσιου, τη βιο-οντολογική
και τη σχέση Λόγου/ σιωπής που άρρηκτα συνδεδεμένες διαπερνούν ως νευρο-
οντολογικός ιστός ολόκληρο το ποιητικό έργο.

Η βιο-οντολογική διάσταση αποκαλύφθηκε από την πρώτη κιόλας ποιητική
συλλογή «Αποικίες της αφής» (Δίφρος, 1983/ Οδός Πανός, 2013) στο ποίημα «Το
Κλουβί της Ελευθερίας» με τους στίχους: «Ο ωκεανός της Ελευθερίας μας/ βαθειά
στα κύτταρά μας είναι χτισμένος.», ενώ η δεύτερη διάσταση, αυτή της σχέσης Λόγου/
σιωπής συμπυκνώνεται ουσιαστικότερα στη μεταγενέστερη ποιητική συλλογή «Η
Λέσχη του Χρόνου» (Πλέθρον, 1994) στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα» με
τους στίχους: «…και οι ποιητές … αυτοί οι τρελοί/ που ζουν την πιο κοινότοπη λέξη/
σαν τραγωδία/ περιφρονούν την πράξη/ και των χεριών τα θαύματα/ έως ότου η
στύση της ψυχής τους/ να υποταχθεί στο Λόγο/ τον αντιβασιλιά/ του τίποτα.»

Στο ποίημα «Λεκές θλίψης» οι δύο παραπάνω διαστάσεις αγγίζουν τη μέγιστη
εκφραστική ποιητική αμεσότητα και οντολογική βαθύτητα. Συγκεκριμένα, από τον
πρώτο στίχο «Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές …βουβές χωρίς φτερά.», η
ποίηση συνιστά προέκταση του βιολογικού ρυθμού της ανάσας, ταυτόχρονα ειρκτή
και ελευθερία καθώς συνδέει άρρηκτα, μέσω του οντολογικού βάθους της σιωπής, το
ανείπωτο με τη μουσική και το φως στον ορίζοντα του λόγου/ γραφής.

Η Έ. Ντίκινσον, η μεγάλη αυτή ποιήτρια, που το έργο της ο Harold Bloom το
τοποθετεί πλάι στον Σαίξπηρ, μέσα από τη δική της θλίψη και αγωνία για το μη
εκφερόμενο γράφει: «Χείλη θνητά αν μάντευαν/ Τον Φόρτο που δεν εκδηλώθηκε/
Μιας συλλαβής που ειπώθηκε/ Θα λιώναν απ’ το βάρος» (από το «Το ανεξάντλητα
Σημαίνον», μετάφραση: Έλλη Συναδινού, εκδ. Ιδεόγραμμα 2006).

Στο ποίημα του Τ. Μπέσιου, σε αντιθετικό διάλογο με τη Ντίκινσον, οι λέξεις
γίνονται μουσική και φως αγγίζοντας το όριο μιας υπέρβασης της ανέκφραστης
θλίψης. Ανέκφραστη γιατί υπολείπεται των λέξεων, όπως δηλώνεται στους
ακόλουθους δύο στίχους του ποιήματος: «Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης»,
άρα όχι στο επίκεντρο αυτής και «Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου» όχι η πρωτότυπη
αλήθεια, αλλά ένα αντίγραφο αυτής και μάλιστα ενός κομματιού της ψυχής (ψυχική
χερσόνησος). Στίχος που άμεσα ανακαλεί στη μνήμη τον Ηράκλειτο: «Τα πέρατα της
ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο
βαθύ λόγο περιέχει.»

Αυτή η ανείπωτη θλίψη, στο ποίημα δεν καταλήγει σε κραυγή, αλλά ο
ποιητής ισορροπώντας στο όριο ανάμεσα στην οντολογική εμπειρία και το λόγο, με
έντονη την αίσθηση του ανείπωτου εγείρει μέσα από μια ζωική μουσική, «μυκηθμός
μπάσου σαξόφωνου» ένα ασαφές, ανοικτό (προφανώς εξαιτίας του ανείπωτου βάθους
της οντολογικής εμπειρίας) οικοδόμημα, ένα ίσως ναό αν δεχτούμε ότι το ποίημα
είναι αίνος. Κτίζει λοιπόν χωρίς σαφή περιγράμματα τη δική του πλατωνική «χώρα
του αχώρητου» ως ανύψωση πάνω από το έδαφος της ψυχικής χερσονήσου, και μέσα
από τη μουσική των λέξεων και από το ρυθμό που δίνουν οι σιωπές ανάμεσα στους
στίχους συλλαμβάνει στη βαριά από θλίψη στέγη, εύθραυστη (αφού γυάλινη), τα
σπέρματα φωτός, σπέρματα αλήθειας, «σταγόνες ήλιου».

Όμως αυτή η ανύψωση είναι ο πρώτος αιφνιδιασμός του ποιήματος, ο οποίος
δίνεται σύντομα, συμπυκνωμένα και ασθμαίνων, όπως εκτείνεται μέσα από λίγους
στίχους διάτρητους από τη σιωπή (που δηλώνουν οι τελείες – παύσεις του λόγου). Ο
δεύτερος αιφνιδιασμός είναι ακαριαίος και οξύς καθώς συμπυκνώνεται στον
τελευταίο στίχο: «βιάζεται η νύχτα το φως να σκοτώσει», αφήνοντας έτσι μια
αίσθηση ματαιότητας, αλλά ίσως να πρόκειται και για την αφετηρία του ίδιου του
ποιήματος ή και μιας νέας κατάδυσης της ψυχής σ’ ένα βαθύτερο στρώμα εμπειρίας,
αν θυμηθούμε παλαιότερους στίχους του ποιητή από τη συλλογή «Η Λέσχη του
Χρόνου» στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα»: «Γι’ αυτό τα αληθινά ποιήματα/
έχουν πάντα αφετηρία τη νύχτα/ κι αν όχι ακριβώς τη νύχτα/ τις ψυχικές
προϋποθέσεις/ του απόλυτου σχεδόν σκοταδιού.».

Νίκος Σκαραμαγκάς

Κοινωνιολόγος







Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Man in Space του Billy Collins 
απόδοση: Βασίλης Κουντζάκης 


Άντρας στο Διάστημα 

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι ν' ακούσεις πώς ένας άντρας 
μιλά στη σύζυγό του κάποιες φορές σ' ένα τραπέζι με κόσμο 
και να παρατηρήσεις πόσο αποφασισμένος είναι όταν λέει κάτι 
ακόμα κι όταν το κάτω χείλος της αρχίζει να τρέμει 

και τότε θα μάθεις γιατί οι γυναίκες στις ταινίες 
επιστημονικής φαντασίας που κατοικούν σ' έναν δικό τους πλανήτη 
δεν φωτογραφίζονται όταν φτιάχνουν μια σαλάτα ή διαβάζουν ένα περιοδικό 
καθώς άντρες από τη γη καταφθάνουν μέσα στη ρουκέτα τους 

γιατί στέκονται πάντα σ' ένα ημικύκλιο 
με τα χέρια σταυρωμένα, τα γυμνά τους πόδια ανοιχτά, 
και το στήθος προστατευμένο με σκληρούς μεταλλικούς δίσκους.

~*~

All you have to do is listen to the way a man
sometimes talks to his wife at a table of people
and notice how intent he is on making his point
even though her lower lip is beginning to quiver,

and you will know why the women in science
fiction movies who inhabit a planet of their own
are not pictured making a salad or reading a magazine
when the men from earth arrive in their rocket,

why they are always standing in a semicircle
with their arms folded, their bare legs set apart,
their breasts protected by hard metal disks.