Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Νικόλας Ευαντινός

Ενεός...

μπροστά σε κάποιο νυχτερινό του Chopin.

Θεόρατη η σκιά του λεπτού της χεριού πάνω στη λεπίδα σελήνη. Τα μαλλιά της λευ-
τερώνονται και φτιάχνουν πεντάγραμμα για τριβελιστό τραγούδι των γρύλων. Οι
παράνυμφες λεμονιές την καμαρώνουν. Με τη μυρωδιά της φλούδας τους ραντίζουν
το στροβιλισμό της. Καθώς βαρυπατά τον αέρα της νύχτας, ανοίγονται πηγάδια σε
κάθε της βήμα, - στο βάθος τους το φεγγαρόφωτο πολλαπλασιάζεται. Η πίστα του
χορού της μια κοιλάδα νυχτερινών ουρανών. Καθώς λυγίζει στο πλάι το λαιμό, από τα
βλέφαρα γλιστράει μια ευχή - να πιανόμουν στην ουρά της βραδινής δροσιάς στον αυλό 
της σελήνης να χανόμουν. 

Ναι, πάει καιρός που μένω πίσω από το τζάμι να κοιτώ τον κήπο. Πάνω του πέφτουν
ψιχάλες. Σαν χαμηλόφωνες νότες λυγίζουν τα χέρια μου που κρατούν ένα άδειο φό-
ρεμα...

Νικόλας Ευαντινός, Ενεός, εκδ. Μανδραγόρας, 2012.



Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Απόστολος Θηβαίος

"ΕΛΕΝΗ"

Οι άνθρωποι, Ελένη,
οι μόνοι άνθρωποι των ασύλων, 
είναι καμωμένοι από σύρμα και λύπη.
Να έρθεις,
να φανείς,
να ρωτήσεις για την πορεία της υγείας μου,
ύστερα να κοιταχτούμε βαθιά,
μέχρι ολόκληρο το δωμάτιο να μυρίσει αγκαλιά.
Να μην τρομάξεις
που θα ξερνώ το φως από τα μάτια μου.
Να έρθεις, Ελένη, να φανείς,
να σταθούμε αμίλητοι εμπρός 
από τα απομεινάρια των καλοκαιριών...

Απόστολος Θηβαίος, "17", εκδ. Εκάτη, 2011.


*Φωτογραφία: Βασίλης Κουντζάκης, Αίγινα, 2016

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Πέτρος Στεφανέας

ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ


Σε κάθε σπίτι υπάρχουν τρία ζεύγη
    παπουτσιών τουλάχιστον

Για την κάθε μέρα
Για την εξοχή
Για τους γάμους και βαπτίσεις

Τα καφέ χρώματος είναι δικά μου
Τα κορδόνια υπομένουν το ίδιο πόδι
Το αναμένουν καλημερίζοντάς το
Το εγκαταλείπουν κάθε βράδυ
Ακόμα και οι κάλτσες προσαρμόζονται

Τα βερνίκια και τα βουρτσάκια
Είναι στα χέρια μου η συνθήκη υποταγής τους

Θυμάμαι τους λούστρους
Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν τουλάχιστον πέντε
Στην οδό Ακαδημίας
Όπισθεν της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Πονάνε τα πόδια μου από τότε


Πέτρος Στεφανέας, Μηχανισμοί Αντικυθήρων, εκδ. Το Ροδακιό, 2015.




Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Μαρία Θεοφιλάκου

ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι

Μαρία Θεοφιλάκου, ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ, εκδ. Δωδώνη, 2010.



Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Βαγγέλης Κούτσης

ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Επιβεβαιώνοντας τη ρωγμή του σφυγμού
ανατρέποντας τη ροή της ειμαρμένης
κι επιλέγοντας την υποκατάσταση της επιθυμίας
τόσο αντιφατικά σου χάρισε ο ωκεανός
του λόγου τη ρύμη
της αρμύρας το βάλσαμο
του ανέμου το μοιρολόι

του ανέμου που αναιρείται
του ανέμου που αλυχτά
στο μέτωπό σου αντιμέτωπος.

Λυτρωτικός σαν οργασμός
σαν έρωτας
σαν θάνατος.

Βαγγέλης Κούτσης (Ασημένιος), Τοις "κύνων" ρήμασι πειθόμενοι, εκδ. Προμετωπίδα, 2013.



Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Σταύρος Βαβούρης

I

Αυτή η γριά, κάτω από το δέντρο 
έδινε κάτι στον καθένα που περνούσε
ας έμοιαζε φτωχή ζητιάνα:
ένα ρόδι στον ένα 
μια χούφτα σταφίδες στον άλλον 
                 μαύρες ή ξανθές 
και στον άλλον και στον άλλον 
σ' όλους κάτι, τέλος πάντων 
και μ' ένα κύπελο νερό από μια στάμνα
που διατηρούσε δροσερή στη σκιά.

Εγώ άργησα,
κι όλα θα της είχανε τελειώσει φαίνεται.
Της είπα ωστόσο: καλησπέρα. 

Αυτή, ας μη μου 'δινε 
ας μη μου 'λεγε επιτέλους τίποτα,
ούτε και καλησπέρα.  

Γιατί ωστόσο, άραγε, γιατί 
με κύτταξ' έτσι, σα φαρμακωμένη 
κι έπειτα ανοίγοντας χωρίς μιλιά
                 τα χέρια 
μου 'δωσε δυο μούντζες,
μούντζες και «μαύρα φάσκελα»;

Σάμη, '79 

Σταύρος Βαβούρης, Carmina Profana, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1983. 




Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Ηλίας Σιμόπουλος

Το Τραγούδι που Αρνιέσαι 


Τα μάτια δειλά
σαν κάτι που λάμπει και υποτάσσεται
στις φλόγες της καιόμενης βάτου

Ώρες πνιγηρές και η καρδιά
ένας ικετευτικός λαιμός που κλαίει

Εγκαταλειμμένα δέντρα
δέχονται τις μαχαιριές των κεραυνών

Ο ουρανός σπέρνει πυρκαγιές
κι ένα γαλάζιο φως αναδύεται

Θα 'ρθει το τραγούδι που αρνιέσαι
εαρινή γιορτή στο έκπληκτο σώμα

Ο καιρός δεν ανήκει μόνο στη θλίψη


Ηλίας Σιμόπουλος, Πέτρες, εκδ. Γκοβόστη, 1992.

*Ο πίνακας είναι του Βασίλη Προκόπου


Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Ανδρέας Κ. Οικονόμου

Αρχιτεκτονική

Λησμονημένα, παραπεταμένα χρώματα,
τ' ασημοκάστανα, τα σκούρα γαλανά του δειλινού,
τα φωσφορίζοντα τα χρυσοκόκκινα της νύχτας.

Και να μην ξεχνάς τις πικροδάφνες της αυγής
τη δροσερή εκείνη ώρα.

Δροσερά τα χείλη της αγάπης σου.

Ποιος ακουμπάει τη βαριά ανάσα του
στο όνειρό σου;

Ανδρέας Κ. Οικονόμου, Το χρυσό φεγγάρι, εκδ. Εκάτη, 2000.

*Ο πίνακας είναι του εικαστικού Ανδρέα Γιαννούτσου 


Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Κίμων Ρηγόπουλος

ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ


Θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος
ένας ιπτάμενος έρωτας ίσως
μια αδέσποτη ατμομηχανή
ή ο άνθρωπος βουνό
και μερικά βατόμουρα στα βιβλιοπωλεία
Θα πρέπει να υπήρχε ένα τρόπος
πολύ πριν την Ευρώπη και την Ασία
όταν ο θάνατος ήταν τρόπος ζωής
και οι γυναίκες στέλναν τον οργασμό τους
στον ουρανό
Παρασύρομαι απ’ την αλήθεια των εφημερίδων
ενώ θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος
ένα σφυρί στο κεφάλι του κόσμου
μια μουσική απουσία του λόγου 
Κρατώντας μια προσφυγική φωτογραφία
πουλάω στη γύφτισα το ανήλικο όνειρο και
πυροβολώ
δε θέλω να είμαι μια γλυκιά ανάμνηση

Κίμων Ρηγόπουλος, Ο άτυχος ραβδοσκόπος, εκδ. Διογένης, 1984.



Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Τάσος Πορφύρης

ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ

Το μαγαζί πουλούσε ταριχευμένα πουλιά και ζώα
Σπάνια όστρακα σκελετούς ψαριών κι' ακόμα
Ζωντανά ζώα και πουλιά σε κλουβιά ψάρια
Σε ενυδρεία ο καθένας μπορούσε ν' αγοράσει
Τη θάλασσά του ή το δάσος του έτσι άρχιζε το
Κακό είχαν ζήτηση οι δολοφόνοι οι άρπαγες
Οι ταριχευτές και προχωρούσε με τους ποιητές
Που αράδιαζαν την πραμάτεια τους στις σελίδες
Των βιβλίων μαύρο ξεραμένο αίμα από
Παλιές πληγές τραβούσε το κοινό διάλεγε στίχους
Για μιαν ιστορία αγάπης στα μέτρα του τούς
Έδινε στους θορυβοποιούς που περίμεναν σαν σκύλοι
Το κόκκαλο συνεργοί κι' άλλοθι των ποιητών
Στο ανομολόγητο έγκλημά τους έπνιγαν τις
Κραυγές απόγνωσης του θύματος στη θέα του
Μαχαιριού σε αλαλαγμούς θριάμβου ανακατεμένους
Με τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα
Των μαντρωμένων στα βοσκοτόπια των γηπέδων.

Τάσος Πορφύρης, Η Πέμπτη Έξοδος, Σημειώσεις, 1980.

*Ζωγραφικό έργο Πέτρου Ζουμπουλάκη