Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

"Το απέναντι κάθισμα" - Κριτική Βιβλίου

"Το απέναντι κάθισμα" του Βασίλη Κουντζάκη -Κριτική Βιβλίου


Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

[…Η σονάτα ως είδος άγγιξε την τελειότητά της στα χέρια του Λιστ. Ενσωμάτωσε φούγκες, πολυφωνικά κομμάτια, μια πλευρά της την χάρισε στο αργό τέμπο της εκκλησιαστικής εξειδίκευσης. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως συγκρατώντας την ουσία από μια σειρά χαμένα πια όργανα, προσαρμόζοντας την αίσθηση σε εκείνο το σημείο που στήνεται η άμυνα απέναντι στην απελπισία, το χρέος, την προσδοκία, η σονάτα εξέφρασε μια συνέχεια, επιστράτευσε όλη την ανθρώπινη παλέτα . Είναι αλήθεια πως τα πάντα γράφονται σε ένα ανεξήγητο ένστικτο. Σε κάθε σκέρτσο θαρρείς πως ψάχνει να βρει τον εαυτό της μια ύπαρξη λησμονημένη και άλλοτε, αριστοκρατική, στέκεται κυνικά απέναντι σε ζητήματα όπως ο χρόνος και οι ατμόσφαιρες με μια δοξαστική παύση.

Στο τέλος αυτής της εξομολόγησης ακολούθησε μια παύση και έπειτα γυρέψαμε μια αιτία. Καθένας στράφηκε στον εαυτό του, το δωμάτιο έκλεισε, καθένας έγραψε ένα τέλος για τον εαυτό του. Στο απέναντι κάθισμα ο χρόνος πλιατσικολογούσε και άλλος δρόμος δεν υπήρξε έξω από τα ποιήματα…]

Με την παραπάνω βινιέτα τούτο το σημείωμα καλωσορίζει την καινούρια συλλογή του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που φθάνει στους αναγνώστες μέσα από τις πάντα ποιοτικές και ιστορικές πλέον, εκδόσεις Εκάτη. Στο ίδιο εκείνο υπόγειο, χώρο φανταστικό και απλησίαστο για την παιδική ηλικία αυτού του σημειώματος, χρόνια τώρα η οικογένεια Νικολάκη και οι εκλεκτοί συνεργάτες της προσθέτουν ψηφίδες στην ελληνική βιβλιογραφία. Με την σκιά σημαντικών ποιητών, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος και με μια ανεξάντλητη ποικιλία χαμένων τίτλων, το μαγικό ημιυπόγειο της 3ης Σεπτεμβρίου συνεχίζει τις εξαιρετικές δημοσιεύσεις του. Ανάμεσά τους το Απέναντι Κάθισμα του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που για το μικρό αυτό σημείωμα δεν αποτελεί έκπληξη με το βαθύ, ανθρώπινο κόκκινο του Joseph Catanzaro και το σκληρό εξώφυλλό του. Αφού στους στίχους του κάποιος εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, ανοιχτός στις παθολογίες, το κύλημα του χρόνου, την αιωνιότητα που ψάχνει μια φωνή για το τραγούδι της. Συνομιλεί με φίλους σκιές, προσεύχεται στο άστρο τους με ένα παράθεμα, με την πρόθεση και το σπάνιο ταλέντο του τεχνίτη που λέει αλλιώς τα ειπωμένα πράγματα. Ο ήλιος, το ξέρει πως σβήνει τα πάντα, για αυτό και τα καλύτερα πλάνα του πέφτουν τις νύχτες, σε διασταυρωμένα σώματα που αν και πορεύονται προς το τυχαίο κάτι εκλεκτικό τα οδηγεί. Ξέρει για εκείνους που μοιράζονται, μερικές φορές νομίζει κανείς πως για εκείνους γράφει τα ποιήματά του. Για όσους περιμένουν σε αίθουσες αναμονής ζητώντας μια συνέχεια, για μορφές παραδοσιακές, ενδημικές των στίχων που σκεπάζονται από βαριές σημασίες. Βλέπετε, ανάμεσα σ΄όλα όσα κάνει ο ποιητής, έχει την υποχρέωση να φτιάχνει ζωή από τα ρηγματωμένα περιστύλια και αυτό το καθήκον εξαντλεί ασκητικά ο Βασίλης Κουντζάκης, με λυρισμό, άλλοτε με δύναμη και καμιά φορά με όλη την αθωότητα του κόσμου. Κάτι προσθέτει η μουσική του, μια ένταση κλειδωμένη αποκαλύπτει, κάτι σαν ποιήματα σταματημένα σε λαιμούς, κάτι σαν γυμνές καρδιές πάνω από κοφτερά εγχειρίδια. Όταν μπαίνει στις ράγες των ρυθμών, η ορθογραφία του σκορπάει και απομένει η τελευταία φράση, ο ύστατος υπαινιγμός, εκείνος ο κεραυνός που άφησε κάποτε μια λάμψη. Πλάνα ραπροσέ από την περιπέτεια και το δράμα της ζωής, λιγότερες προσωπογραφίες, χιλιάδες πλάνα από τις μητροπόλεις του κόσμου που γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας. Κατά βάθος λυρικά. Ένα ποίημα ατομικό, πολύ προσωπικό, που γράφεται μια ζωή, που δανείζεται και επιστρέφει στο πλήθος σε αδιάκοπη ροή, διόλου ανώφελη, μες στα άνεργα χρόνια που ποτέ δεν ήταν τέτοια, όσο η ψυχή παρέμενε γαντζωμένη στην σκέψη. Το επιβεβαιώνουν τα ποιήματα του Βασίλη Κουντζάκη που πλουτίζουν με τις απώλειες του Γιάννη Ρίτσου.

Αυτό το σημείωμα έχει όμως ακόμη κατάθεση να κάνει. Τέλος οι βινιέτες και άλλες αυθαιρεσίες που μας βάζουν έξω από το χρονικό, ελεύθερους και αθάνατους κάπως, σαν στίχους. Τώρα γίνεται λόγος για την ενεργή μονάχα παρουσία του τεχνίτη στην δοκιμασία της αίσθησης. Μια αποκάλυψη για την πλευρά του ποιητή που παραμένει ενεργός, πάει να πει μες στην εποχή του, ενώ την ίδια στιγμή σκάβει με αφοσίωση στο φέρσιμο και το γιατί ενός άλλου καιρού. Με την διαδικτυακή του παρουσία ο εμπνευστής του αφοπλιστικού απέναντι καθίσματος των εκδόσεων Εκάτη, προτείνει, θυμίζει και μαθαίνει πολλούς από εμάς για τους ποιητές που άδοξα εχάθησαν. Συγκρατώ το ποιήμα του Αντώνη Γκαντζή που γνώρισα από τις δημοσιεύσεις του και που υπήρξε μαζί με τόσους που ανασύρει η ευαισθησία του κ. Κουντζάκη, ένα δείγμα μόνο του πυκνού, ποιητικού σύμπαντος αυτής εδώ της διαχρονικής μητρόπολης που δεν χρειάζεται χάλυβα και γυαλί, μήτε τις συστάσεις του γέρο Ράιτ. Αρκείται με την αγωγή του που καθρεφτίζεται παρόμοια στους στίχους του απέναντι καθίσματος.

Μην γελιέται κανείς εκεί έξω, πως τάχα η προσευχή του Γιώργου Σαραντάρη κατορθώνεται έτσι εύκολα, εκεί έξω. Ο Βασίλης Κουντζάκης αναμετριέται με την πολυφωνική, ποιητική πραγματικότητα του καιρού μας. Αυτό σημαίνει πως με την αξιοπρέπεια του κρινόμενου και το θάρρος του κριτή στέκει στο απέναντι κάθισμα, δεν φεύγει, δεν φοβάται. Τα αφήνει όλα γυμνά, στην πιο πειστική εκδοχή τους, εκπληρώνοντας μια υποχρέωση της ποίησης που αντέχει πεισματικά, με εφόδιο το τραγούδι της, εκεί έξω. Απροσποίητα αφοσιώνεται στην βαθιά του παρόρμηση στήνοντας σκηνογραφίες που ποτέ και κανείς δεν ονειρεύτηκε. Έξω από την όραση.




Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Ηλίας Τσέχος

ΑΦΙΞΗ

αγριόχορτα έσκυψα και 
μάζεψα μπουκέτο για σένα 

τ' αγριόχορτα!
περισσότερο στο βάζο κράτησαν 
και χαιρόμουν 

πώς το θυμάμαι
γέλασες στ' αγριόχορτα πρώτα
τα πήρες 
και με φίλησες ύστερα

~*~

ΥΔΩΡ ΥΔΩΡ 

έσκυψε 
έσκυψε να πιει 

έσκυψε να πιει νερό 
και την πήρε το ποτάμι 

Ηλίας Τσέχος, Ανθέμια, εκδ. Κέδρος, 1982



Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Αντώνης Γκάντζης

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 


Με την ψυχή κελί στις μνήμες. 

Με κείνο το γαλάζιο γιασεμί γονατιστό, στο νοτισμένο 
      σάρκινο χώμα της. 

Έτσι ανεξάντλητα φορτωμένους σας είδα:
Αλέξανδρε     ό  χ  ι     του Φιλίππου 
Δωροθέα        ό  χ  ι     των θεών 
Μαρία            ό  χ  ι     του Χριστού 
να βυθίζεστε στις περιοχές των επόμενων βημάτων σας
ώσπου χαθήκατε κι απόμεινε ένα καπέλλο, ένα ταγάρι 
       κ' ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σαντάλια 
να επιπλέουν στις πλάκες του πεζοδρομίου - εκεί στην 
       παραλιακή λεωφόρο - 
καθώς κάποιο αίσθημα μιας πρόσκαιρης νίκης 
- αλλά σωστά υποταγμένης στην τελική της ματαιότητα -
έπνεε απαλά, δίκαια, λικνίζοντας τους φοίνικες ή τα μαλλιά 
       όλως εμάς,
που χειροκροτούσαμε τους αγώνες ταχύπλοων σκαφών 
κάπου ανάμεσα στο Παλιό Φάληρο και την αιωνιότητα. 


Αντώνης Γκάντζης, Αποκαθήλωση στα θρύψαλα του φεγγαριού, 
εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1979.


Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Λεττονός - Δέφνερ

*Το βλέμμα επάνω στο πρόσωπο του πόθου - μία ακόμα ακούσια ποιητική συνομιλία 

*Πίνακας του Alessandro De Villas (Γερμανία)

Στο σινεμά

Στο σινεμά 
μες στο σκοτάδι δίπλα μου
κλαις 
κι εγώ βλέπω το φιλμ. 
Βλέπω το φιλμ 
- τι να σου πω. 
Καταλαβαίνω τι σημαίνει ν' αγαπάς
και να σε απωθούν. 
Στο σινεμά
με βλέπεις σιωπηλά μες στο σκοτάδι 
και δεν τολμάς να με αγγίξεις.
Στο σινεμά 
κλαις μες στο σκοτάδι 
κι εγώ προσέχω 
μια το φιλμ - μια εσένα. 


Χρήστος Λεττονός, Εποχές, Ποιήματα 1965-1970, Αθήνα, 1970. 


~*~ 

XXVII

Πήγαμε στο θέατρο μαζί.
Φόρεσες τα γυαλιά σου 
για να δεις το έργο,
κι εγώ τα δικά μου
για να βλέπω εσένα. 


Όθων Μ. Δέφνερ, Μαδριγάλια, Ποιήματα 1982, εκδ. Περγαμηνή, Αθήνα, 1984. 


Κώστας Μαυρουδής

Απόγευμα σε πόλη γαλλική [11] 

Σαν την απρόσιτη περαστική. Ό,τι απομακρύνεται είναι ποίηση. Τελευταίο απόγευμα εδώ. Το ήσυχο άρωμα του καφέ μπαίνει από αόρατες εισόδους στο δωμάτιο. Βαλίτσες που διπλασιάζονται μες στον καθρέφτη του διαδρόμου και βαραίνουν. Φεύγει ο επισκέπτης. Όπως το ποίημα επιστρέφει στην αρχή του, ζητώντας τη σιωπή που προηγήθηκε.

Κώστας Μαυρουδής, Το δάνειο του χρόνου, εκδ. Κέδρος, 1989.


Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Βασίλης Κουντζάκης

ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ω σπάνια, κατανυκτική σιωπή
μύρισε το γεμάτο υγρασία
εγκαταλειμμένο σπίτι
που λέγεται καρδιά.

Έπειτα διώξε το ασίγαστο μιας προσμονής
φανέρωσέ μου τη δική σου τη ρήση
κι απ’ το σχέδιο που σταδιακά εκπονείς
τα σημάδια να δω σε πρωτόγνωρη φύση.

Δε μπορεί παρά να μ’ οδηγείς
στον προθάλαμο μιας ουτοπίας
όπου χρόνια εκτιμώ πως εκεί επιζείς

στον πυρήνα της μνήμης και της ευωδίας
σε γωνιά μυστική και αθέατη
στο ατέρμονο κατά μόνας πορείας.

Βασίλης Κουντζάκης, έμμετρο, αδημοσίευτο, 12/7/2020 

*Πίνακας του σύγχρονου Ινδού ζωγράφου Αkshay Αvasare


Περικλής Σφυρίδης

Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ

Σε θυμάμαι πάντα με μια φυσαρμόνικα
να προσπαθείς να γεμίσεις με τη μουσική
την απόσταση που μας χώριζε.

Τώρα που χάθηκες, νοσταλγώ
ακόμα και τους φάλτσους σκοπούς που έπαιζες.

Περικλής Σφυρίδης, Αντιπαροχή, Θεσσαλονίκη, 1978.


Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Κώστας Λουκάκης

ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Σηκώθηκα γυμνός από τον ύπνο
κείνης της νύχτας.
Το ρούχο μού το πήρε
η νύχτα στ' όνειρό της.
Και τώρα τριγυρίζω
με τη νύχτα και τ' όνειρο ντυμένος.

~*~

ΣΤ' ΑΔΕΙΟ ΠΟΤΗΡΙ

Στ' άδειο ποτήρι
το θρίαμβο μιας δίψας θα βρεις.

Στη σιωπή του δέντρου
θ' ακούσεις όλα τα πουλιά που φύγαν.

Στο κλεισμένο βιβλίο
όσα δε γράφτηκαν θα διαβάσεις.

Στ' ακίνητο πρόσωπό μου
την πάλη όλων των ανέμων θα δεις.

Κώστας Λουκάκης, "Άδεια χέρια", Ιδιωτική Έκδοση (Αθήνα, 1967). 


Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ευριπίδης Κλέοπας

Ε' 

Τοπίο Ναπάλμ 
νυχτερινές βόμβες
κόκκινα χέρια 
                    μεταϊστορικά
πυρηνική χλωμάδα
η άβυσσος των προαστίων 
κίτρινη βροχή
ενάλιοι οικισμοί  
σαν λευκά χείλη 
                        ουδέτερα
ομόφυλοι έρωτες
στις κοραλλιογενείς λεωφόρους
του μετρό 
αλλόφυλοι εισβολείς
                                εσπερινοί 
γαλάζιοι 
στους ποδοσφαιρικούς αγώνες
                                                  ουράνιο 238
τρέχει απ' τα δάχτυλα 
της μαρμάρινης 
                       ομορφιάς σου. 

*Από τη συλλογή του Ευριπίδη Κλέοπα "Ραδιενεργά τοπία" (εκδ. Έψιλον, 1986)
που βρίσκεται στην συγκεντρωτική έκδοση "Οι στάχτες του Σεπτέμβρη"
(ποιήματα 1972 - 1992), εκδ. Έψιλον, 1992.



Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Χαλίλ Γκιμπράν

[...]
Μη λέτε, "Βρήκα την αλήθεια", αλλά να λέτε, "Βρήκα μιαν αλήθεια".
Μη λέτε, "Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο Κήπος του Προφήτη, εκδ. Μπουκουμάνη, γ' έκδοση, 1974.