Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Δύο ποιήματα του Κώστα Σκούρτη

Α, τι δικαίωση να είναι κανείς μόνος
πόσο απλοϊκά ερμηνεύσαμε τους χρησμούς
παλιότερα θυμάμαι
κάθε άσκοπη κίνηση
έμοιαζε μαγική
στο παιδικό δωμάτιο
τρέκλιζαν χαρούμενοι
λογής λογής ονειροπόλοι
στήνοντας ικρίωμα
χαϊδεύοντας γάτες πλαστικές
ή πίνοντας απλά το τσάι τους
ανακαλώντας μεγαλεία περασμένα
φτύνοντας κίτρινα φλέματα στις κουρτίνες 
Ω, η εποχή των ηρώων παρήλθε
κι ούτε ένα φάντασμα δεν υπάρχει αληθινά
παρά μόνο σχέδια 
στη σκόνη του τραπεζιού
κι ένα άσκημο κορίτσι
που φοβάται ν' ανάψει το κερί
κι όλο μασάει φρυγανιές
στο βάθος της κουζίνας
Τίποτα δεν είχε κρύψει η ιστορία για μας
(δώρο ή ανάθεμα)
οι σαλπιγκτές χασμουριώνται στις πλατείες 
οι πουτάνες πλένουν τα δόντια τους πριν κοιμηθούν
και το κάτοπτρο άδειο
λες και το θαύμα μετάνιωσε
κι άφησε όλο το αίμα 
να τρέξει απ' τα μάτια μας
επί ματαίω
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου 
εκείνο το βράδυ είχε κόσμο στο σαλόνι
έφυγα όταν δεν κοιτούσες
είχα κολλήσει μια μικρή μπασκέτα στη ντουλάπα
έκλεισα τ' αυτιά μου
με τους δείκτες των χεριών
ίσα που να ακούγεται
το βουητό του κλιματιστικού
και σου πα ψέματα
-για χιλιοστή φορά-
πως είχα πεθάνει
μ' ανακούφιζε η αδιαφορία σου
στοργικά
καθάριζες ένα μήλο στο παράθυρο
κι έκοβες κατά λάθος 
το δάχτυλο σου
κάθε βράδυ
πιτσίλιζες με αίμα το τζάμι
κι ούτε ένα βλέμμα απ' τους περαστικούς
Το δράμα είναι ιδιωτική υπόθεση

~*~

Μια Mερίδα Kαλαμάρια

Ω! Πλάσμα της αβύσσου
βουβό
παιδί της σκοτεινιάς, πένθιμο, μελάγχολο
και νόστιμο
Εσύ, του ερέβους ταξιδιώτη,
μυστηριώδη και θλιμμένε αδερφέ μου
με τα γουρλωμένα μάτια και τις σίγουρες κινήσεις
με το βαθύ κι ατάραχό σου βλέμμα
Ποιο μυστικό, ποια γνώση κοινώνησες
εκεί στην κρύα, υδάτινη σπηλιά
που κλείστηκες για χρόνια;
Δε μ’ απαντάς
Μόνο μελάνι αφήνεις πίσω σου και φεύγεις
ανηλεής κι αγέρωχος
(Πλανήθηκαν πάντως
πολλοί -κι εγώ μαζί-
και νόμισαν πως έδωσες απάντηση. Πόσο κουτοί είμαστε οι άνθρωποι ώρες ώρες..)





*Οι πίνακες είναι από την έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Διαδρομές» της Μαίρης Νταγιαντά (2017).
  

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Αντρέας Πανταζής

ΑΜΦΙΑΡΕΙΟΝ
(απόσπασμα) 


Τα συντρίμμια του μυαλού μου
πάνω στη σκηνή
σφίγγουν σαν εξόριστοι
την ενότητα με το ζεστό κορμί σου
και μέσα από ρόλους που με διχάζουν
τα λόγια μου σού δίνω
να με πλησιάσεις. 

Η φωνή σου
μέσα απ' το αποξενωμένο σώμα μου
γυρνά πάνω στα κενά διαζώματα
και τα κιονόκρανα
ώσπου να με φέρει πίσω. 

Η πόλη βουλιάζει μέσ' την ασώματη σκιά σου 
το νήμα κομμένο 
εσύ 
μέσα στο κορμί μου
ξένη 
και μερικές φορές δική μου. 

Η διανομή του έργου μάς χωρίζει
κι ο γερο-φύλακας στην Πύλη
μάς οπλίζει 
μέσ' την παράσταση απελπισμένος 
το χέρι σου δεν βρίσκω πια
και συ 
στην Εικοστή Πρώτη πράξη της Λογικής
χωρίς τον ξεναγό 
θα μ' αρνηθείς. 

Αντρέας Πανταζής, Ήλιον, Κρυπτόν και Ξένον, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1984. 

*Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Βασίλη Σολιδάκη 


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Οι Αίνοι (Βαρβέρης - Γραμμένος)

ΑΙΝΟΙ 

Μια μέρα θα πάμε μαζί
στη Λυρική των Αθηνών
για να πετάξω από πάνω μου
τις λάσπες και τα χερσαία νερά
και επειδή οργάνωνες το τέρμα Πατησίων
έτσι ώστε το θείον να σε ξεχωρίζει συνεχώς
πράγμα που δεν το έκανε
για κανέναν ποιητή απολύτως
ακόμη και όταν στο λευκό κρήδεμνο της ημέρας
μεταξύ των άκρων του λιμανιού της Θεσσαλονίκης
η ίδια η Θεοτόκος
και άνθρωποι θεατρικοί των σταδίων
τα έβαζαν με τη διαρκή επανάληψη
των χαραμάτων και του ηλιοβασιλέματος
αλλά και με την αστάθεια της πολεοδομίας
και των εξεγέρσεων
και επικαλούνταν μόνο τους ποιητές.
Θα είχε ποιητές και εκείνη η εποχή
και αγάλματα για μιαν αιωνιότητα.
Βέβαια οι άνθρωποι επικαλούνται συνήθως το θείον
και ύστερα θεσμοθετούν το ορθό
ό,τι δηλαδή κατέστρεφαν συνεχώς
και κανένας τους δεν θέλει το ανθρώπινο.
Έτσι φαίνεται.
Και καλύπτουν τα μέλλοντα με συνδυασμούς ανθέων.
Όμως εμάς είναι τέτοια η έκσταση που μας έχει καταλάβει
που προσεγγίζουμε το ύφος ποιητών
και χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιον κύκλο βρισκόμαστε
βλέπουμε τα μαυροπούλια του απογέματος
στο πάρκο του τέρματος της οδού Πατησίων.
Είναι μια συνομιλία των δικαίων και των αδίκων
με την εποπτεία του Θεού.
Μια μέρα θα πάμε μαζί
στη Λυρική των Αθηνών.

Τάκης Γραμμένος, Αποκαλυπτικά της Εσπερίας, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1991.



~*~

ΟΙ ΑΙΝΟΙ

Μη με ρωτάς τι αίνους συλλαβίζω·
αφού αντρώθηκα με τους τελευταίους σπασμούς του θηρίου
δεν είχα αδέρφια ούτε βόλια.
Όμως αλήτευα μέρες και νύχτες
στις πλατείες
χάζευα τα πολύχρωμα με τις εναλλαγές
ανάδευα μ’ ένα κλαδί στο βάθος
τα θούρια που κάπνιζαν.
Μη με ρωτάς ποτέ πού τους θυμήθηκα.

Καμιά φορά αστράφτω κι εγώ
και τυφλώνομαι.

Γιάννης Βαρβέρης, Το ράμφος, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1984. 



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το οντολογικό βάθος της ποίησης του Τάσου Μπέσιου

Το οντολογικό βάθος της ποίησης του Τάσου Μπέσιου
με αφορμή το ποίημα «Λεκές θλίψης» από την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή
«Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη)

Κάθε κριτική, μπροστά στο έργο ενός ισχυρού ποιητή, συνιστά νοηματική
προσέγγιση μιας όψης της οντολογικής βαθύτητας και της πολυεπίπεδης
σημασιολογικής βαρύτητάς του. Με βάση το δεδομένο αυτό επιχειρείται εδώ μια
προσπάθεια διαύγασης του ποιήματος «Λεκές θλίψης», από την πρόσφατη ποιητική
συλλογή «Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη, σελ.12), ως προοίμιο στο μείζον
ποιητικό έργο του Τ. Μπέσιου, κάτι το οποίο από μέρους μου συνιστά μια ταπεινή
άσκηση ψυχής και πνεύματος μπροστά στο έργο αυτό.

Λεκές θλίψης

Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές βουβές
χωρίς φτερά. Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης.
Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου. Στέγη βαριά από
μυκηθμό μπάσου σαξόφωνου. Ήλιου σταγόνες
παγιδευμένες στη γυάλινη οροφή. Βιάζεται η νύχτα
το φως να σκοτώσει.

Η αναλυτική προσέγγιση του ποιήματος αυτού θα εστιαστεί σε δύο από τις
πολύπλευρες διαστάσεις του ποιητικού έργου του Τάσου Μπέσιου, τη βιο-οντολογική
και τη σχέση Λόγου/ σιωπής που άρρηκτα συνδεδεμένες διαπερνούν ως νευρο-
οντολογικός ιστός ολόκληρο το ποιητικό έργο.

Η βιο-οντολογική διάσταση αποκαλύφθηκε από την πρώτη κιόλας ποιητική
συλλογή «Αποικίες της αφής» (Δίφρος, 1983/ Οδός Πανός, 2013) στο ποίημα «Το
Κλουβί της Ελευθερίας» με τους στίχους: «Ο ωκεανός της Ελευθερίας μας/ βαθειά
στα κύτταρά μας είναι χτισμένος.», ενώ η δεύτερη διάσταση, αυτή της σχέσης Λόγου/
σιωπής συμπυκνώνεται ουσιαστικότερα στη μεταγενέστερη ποιητική συλλογή «Η
Λέσχη του Χρόνου» (Πλέθρον, 1994) στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα» με
τους στίχους: «…και οι ποιητές … αυτοί οι τρελοί/ που ζουν την πιο κοινότοπη λέξη/
σαν τραγωδία/ περιφρονούν την πράξη/ και των χεριών τα θαύματα/ έως ότου η
στύση της ψυχής τους/ να υποταχθεί στο Λόγο/ τον αντιβασιλιά/ του τίποτα.»

Στο ποίημα «Λεκές θλίψης» οι δύο παραπάνω διαστάσεις αγγίζουν τη μέγιστη
εκφραστική ποιητική αμεσότητα και οντολογική βαθύτητα. Συγκεκριμένα, από τον
πρώτο στίχο «Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές …βουβές χωρίς φτερά.», η
ποίηση συνιστά προέκταση του βιολογικού ρυθμού της ανάσας, ταυτόχρονα ειρκτή
και ελευθερία καθώς συνδέει άρρηκτα, μέσω του οντολογικού βάθους της σιωπής, το
ανείπωτο με τη μουσική και το φως στον ορίζοντα του λόγου/ γραφής.

Η Έ. Ντίκινσον, η μεγάλη αυτή ποιήτρια, που το έργο της ο Harold Bloom το
τοποθετεί πλάι στον Σαίξπηρ, μέσα από τη δική της θλίψη και αγωνία για το μη
εκφερόμενο γράφει: «Χείλη θνητά αν μάντευαν/ Τον Φόρτο που δεν εκδηλώθηκε/
Μιας συλλαβής που ειπώθηκε/ Θα λιώναν απ’ το βάρος» (από το «Το ανεξάντλητα
Σημαίνον», μετάφραση: Έλλη Συναδινού, εκδ. Ιδεόγραμμα 2006).

Στο ποίημα του Τ. Μπέσιου, σε αντιθετικό διάλογο με τη Ντίκινσον, οι λέξεις
γίνονται μουσική και φως αγγίζοντας το όριο μιας υπέρβασης της ανέκφραστης
θλίψης. Ανέκφραστη γιατί υπολείπεται των λέξεων, όπως δηλώνεται στους
ακόλουθους δύο στίχους του ποιήματος: «Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης»,
άρα όχι στο επίκεντρο αυτής και «Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου» όχι η πρωτότυπη
αλήθεια, αλλά ένα αντίγραφο αυτής και μάλιστα ενός κομματιού της ψυχής (ψυχική
χερσόνησος). Στίχος που άμεσα ανακαλεί στη μνήμη τον Ηράκλειτο: «Τα πέρατα της
ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο
βαθύ λόγο περιέχει.»

Αυτή η ανείπωτη θλίψη, στο ποίημα δεν καταλήγει σε κραυγή, αλλά ο
ποιητής ισορροπώντας στο όριο ανάμεσα στην οντολογική εμπειρία και το λόγο, με
έντονη την αίσθηση του ανείπωτου εγείρει μέσα από μια ζωική μουσική, «μυκηθμός
μπάσου σαξόφωνου» ένα ασαφές, ανοικτό (προφανώς εξαιτίας του ανείπωτου βάθους
της οντολογικής εμπειρίας) οικοδόμημα, ένα ίσως ναό αν δεχτούμε ότι το ποίημα
είναι αίνος. Κτίζει λοιπόν χωρίς σαφή περιγράμματα τη δική του πλατωνική «χώρα
του αχώρητου» ως ανύψωση πάνω από το έδαφος της ψυχικής χερσονήσου, και μέσα
από τη μουσική των λέξεων και από το ρυθμό που δίνουν οι σιωπές ανάμεσα στους
στίχους συλλαμβάνει στη βαριά από θλίψη στέγη, εύθραυστη (αφού γυάλινη), τα
σπέρματα φωτός, σπέρματα αλήθειας, «σταγόνες ήλιου».

Όμως αυτή η ανύψωση είναι ο πρώτος αιφνιδιασμός του ποιήματος, ο οποίος
δίνεται σύντομα, συμπυκνωμένα και ασθμαίνων, όπως εκτείνεται μέσα από λίγους
στίχους διάτρητους από τη σιωπή (που δηλώνουν οι τελείες – παύσεις του λόγου). Ο
δεύτερος αιφνιδιασμός είναι ακαριαίος και οξύς καθώς συμπυκνώνεται στον
τελευταίο στίχο: «βιάζεται η νύχτα το φως να σκοτώσει», αφήνοντας έτσι μια
αίσθηση ματαιότητας, αλλά ίσως να πρόκειται και για την αφετηρία του ίδιου του
ποιήματος ή και μιας νέας κατάδυσης της ψυχής σ’ ένα βαθύτερο στρώμα εμπειρίας,
αν θυμηθούμε παλαιότερους στίχους του ποιητή από τη συλλογή «Η Λέσχη του
Χρόνου» στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα»: «Γι’ αυτό τα αληθινά ποιήματα/
έχουν πάντα αφετηρία τη νύχτα/ κι αν όχι ακριβώς τη νύχτα/ τις ψυχικές
προϋποθέσεις/ του απόλυτου σχεδόν σκοταδιού.».

Νίκος Σκαραμαγκάς

Κοινωνιολόγος







Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Man in Space του Billy Collins 
απόδοση: Βασίλης Κουντζάκης 


Άντρας στο Διάστημα 

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι ν' ακούσεις πώς ένας άντρας 
μιλά στη σύζυγό του κάποιες φορές σ' ένα τραπέζι με κόσμο 
και να παρατηρήσεις πόσο αποφασισμένος είναι όταν λέει κάτι 
ακόμα κι όταν το κάτω χείλος της αρχίζει να τρέμει 

και τότε θα μάθεις γιατί οι γυναίκες στις ταινίες 
επιστημονικής φαντασίας που κατοικούν σ' έναν δικό τους πλανήτη 
δεν φωτογραφίζονται όταν φτιάχνουν μια σαλάτα ή διαβάζουν ένα περιοδικό 
καθώς άντρες από τη γη καταφθάνουν μέσα στη ρουκέτα τους 

γιατί στέκονται πάντα σ' ένα ημικύκλιο 
με τα χέρια σταυρωμένα, τα γυμνά τους πόδια ανοιχτά, 
και το στήθος προστατευμένο με σκληρούς μεταλλικούς δίσκους.

~*~

All you have to do is listen to the way a man
sometimes talks to his wife at a table of people
and notice how intent he is on making his point
even though her lower lip is beginning to quiver,

and you will know why the women in science
fiction movies who inhabit a planet of their own
are not pictured making a salad or reading a magazine
when the men from earth arrive in their rocket,

why they are always standing in a semicircle
with their arms folded, their bare legs set apart,
their breasts protected by hard metal disks.



Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

"Το απέναντι κάθισμα" - Κριτική Βιβλίου

"Το απέναντι κάθισμα" του Βασίλη Κουντζάκη -Κριτική Βιβλίου


Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

[…Η σονάτα ως είδος άγγιξε την τελειότητά της στα χέρια του Λιστ. Ενσωμάτωσε φούγκες, πολυφωνικά κομμάτια, μια πλευρά της την χάρισε στο αργό τέμπο της εκκλησιαστικής εξειδίκευσης. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως συγκρατώντας την ουσία από μια σειρά χαμένα πια όργανα, προσαρμόζοντας την αίσθηση σε εκείνο το σημείο που στήνεται η άμυνα απέναντι στην απελπισία, το χρέος, την προσδοκία, η σονάτα εξέφρασε μια συνέχεια, επιστράτευσε όλη την ανθρώπινη παλέτα . Είναι αλήθεια πως τα πάντα γράφονται σε ένα ανεξήγητο ένστικτο. Σε κάθε σκέρτσο θαρρείς πως ψάχνει να βρει τον εαυτό της μια ύπαρξη λησμονημένη και άλλοτε, αριστοκρατική, στέκεται κυνικά απέναντι σε ζητήματα όπως ο χρόνος και οι ατμόσφαιρες με μια δοξαστική παύση.

Στο τέλος αυτής της εξομολόγησης ακολούθησε μια παύση και έπειτα γυρέψαμε μια αιτία. Καθένας στράφηκε στον εαυτό του, το δωμάτιο έκλεισε, καθένας έγραψε ένα τέλος για τον εαυτό του. Στο απέναντι κάθισμα ο χρόνος πλιατσικολογούσε και άλλος δρόμος δεν υπήρξε έξω από τα ποιήματα…]

Με την παραπάνω βινιέτα τούτο το σημείωμα καλωσορίζει την καινούρια συλλογή του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που φθάνει στους αναγνώστες μέσα από τις πάντα ποιοτικές και ιστορικές πλέον, εκδόσεις Εκάτη. Στο ίδιο εκείνο υπόγειο, χώρο φανταστικό και απλησίαστο για την παιδική ηλικία αυτού του σημειώματος, χρόνια τώρα η οικογένεια Νικολάκη και οι εκλεκτοί συνεργάτες της προσθέτουν ψηφίδες στην ελληνική βιβλιογραφία. Με την σκιά σημαντικών ποιητών, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος και με μια ανεξάντλητη ποικιλία χαμένων τίτλων, το μαγικό ημιυπόγειο της 3ης Σεπτεμβρίου συνεχίζει τις εξαιρετικές δημοσιεύσεις του. Ανάμεσά τους το Απέναντι Κάθισμα του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που για το μικρό αυτό σημείωμα δεν αποτελεί έκπληξη με το βαθύ, ανθρώπινο κόκκινο του Joseph Catanzaro και το σκληρό εξώφυλλό του. Αφού στους στίχους του κάποιος εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, ανοιχτός στις παθολογίες, το κύλημα του χρόνου, την αιωνιότητα που ψάχνει μια φωνή για το τραγούδι της. Συνομιλεί με φίλους σκιές, προσεύχεται στο άστρο τους με ένα παράθεμα, με την πρόθεση και το σπάνιο ταλέντο του τεχνίτη που λέει αλλιώς τα ειπωμένα πράγματα. Ο ήλιος, το ξέρει πως σβήνει τα πάντα, για αυτό και τα καλύτερα πλάνα του πέφτουν τις νύχτες, σε διασταυρωμένα σώματα που αν και πορεύονται προς το τυχαίο κάτι εκλεκτικό τα οδηγεί. Ξέρει για εκείνους που μοιράζονται, μερικές φορές νομίζει κανείς πως για εκείνους γράφει τα ποιήματά του. Για όσους περιμένουν σε αίθουσες αναμονής ζητώντας μια συνέχεια, για μορφές παραδοσιακές, ενδημικές των στίχων που σκεπάζονται από βαριές σημασίες. Βλέπετε, ανάμεσα σ΄όλα όσα κάνει ο ποιητής, έχει την υποχρέωση να φτιάχνει ζωή από τα ρηγματωμένα περιστύλια και αυτό το καθήκον εξαντλεί ασκητικά ο Βασίλης Κουντζάκης, με λυρισμό, άλλοτε με δύναμη και καμιά φορά με όλη την αθωότητα του κόσμου. Κάτι προσθέτει η μουσική του, μια ένταση κλειδωμένη αποκαλύπτει, κάτι σαν ποιήματα σταματημένα σε λαιμούς, κάτι σαν γυμνές καρδιές πάνω από κοφτερά εγχειρίδια. Όταν μπαίνει στις ράγες των ρυθμών, η ορθογραφία του σκορπάει και απομένει η τελευταία φράση, ο ύστατος υπαινιγμός, εκείνος ο κεραυνός που άφησε κάποτε μια λάμψη. Πλάνα ραπροσέ από την περιπέτεια και το δράμα της ζωής, λιγότερες προσωπογραφίες, χιλιάδες πλάνα από τις μητροπόλεις του κόσμου που γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας. Κατά βάθος λυρικά. Ένα ποίημα ατομικό, πολύ προσωπικό, που γράφεται μια ζωή, που δανείζεται και επιστρέφει στο πλήθος σε αδιάκοπη ροή, διόλου ανώφελη, μες στα άνεργα χρόνια που ποτέ δεν ήταν τέτοια, όσο η ψυχή παρέμενε γαντζωμένη στην σκέψη. Το επιβεβαιώνουν τα ποιήματα του Βασίλη Κουντζάκη που πλουτίζουν με τις απώλειες του Γιάννη Ρίτσου.

Αυτό το σημείωμα έχει όμως ακόμη κατάθεση να κάνει. Τέλος οι βινιέτες και άλλες αυθαιρεσίες που μας βάζουν έξω από το χρονικό, ελεύθερους και αθάνατους κάπως, σαν στίχους. Τώρα γίνεται λόγος για την ενεργή μονάχα παρουσία του τεχνίτη στην δοκιμασία της αίσθησης. Μια αποκάλυψη για την πλευρά του ποιητή που παραμένει ενεργός, πάει να πει μες στην εποχή του, ενώ την ίδια στιγμή σκάβει με αφοσίωση στο φέρσιμο και το γιατί ενός άλλου καιρού. Με την διαδικτυακή του παρουσία ο εμπνευστής του αφοπλιστικού απέναντι καθίσματος των εκδόσεων Εκάτη, προτείνει, θυμίζει και μαθαίνει πολλούς από εμάς για τους ποιητές που άδοξα εχάθησαν. Συγκρατώ το ποιήμα του Αντώνη Γκαντζή που γνώρισα από τις δημοσιεύσεις του και που υπήρξε μαζί με τόσους που ανασύρει η ευαισθησία του κ. Κουντζάκη, ένα δείγμα μόνο του πυκνού, ποιητικού σύμπαντος αυτής εδώ της διαχρονικής μητρόπολης που δεν χρειάζεται χάλυβα και γυαλί, μήτε τις συστάσεις του γέρο Ράιτ. Αρκείται με την αγωγή του που καθρεφτίζεται παρόμοια στους στίχους του απέναντι καθίσματος.

Μην γελιέται κανείς εκεί έξω, πως τάχα η προσευχή του Γιώργου Σαραντάρη κατορθώνεται έτσι εύκολα, εκεί έξω. Ο Βασίλης Κουντζάκης αναμετριέται με την πολυφωνική, ποιητική πραγματικότητα του καιρού μας. Αυτό σημαίνει πως με την αξιοπρέπεια του κρινόμενου και το θάρρος του κριτή στέκει στο απέναντι κάθισμα, δεν φεύγει, δεν φοβάται. Τα αφήνει όλα γυμνά, στην πιο πειστική εκδοχή τους, εκπληρώνοντας μια υποχρέωση της ποίησης που αντέχει πεισματικά, με εφόδιο το τραγούδι της, εκεί έξω. Απροσποίητα αφοσιώνεται στην βαθιά του παρόρμηση στήνοντας σκηνογραφίες που ποτέ και κανείς δεν ονειρεύτηκε. Έξω από την όραση.




Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Ηλίας Τσέχος

ΑΦΙΞΗ

αγριόχορτα έσκυψα και 
μάζεψα μπουκέτο για σένα 

τ' αγριόχορτα!
περισσότερο στο βάζο κράτησαν 
και χαιρόμουν 

πώς το θυμάμαι
γέλασες στ' αγριόχορτα πρώτα
τα πήρες 
και με φίλησες ύστερα

~*~

ΥΔΩΡ ΥΔΩΡ 

έσκυψε 
έσκυψε να πιει 

έσκυψε να πιει νερό 
και την πήρε το ποτάμι 

Ηλίας Τσέχος, Ανθέμια, εκδ. Κέδρος, 1982



Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Αντώνης Γκάντζης

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 


Με την ψυχή κελί στις μνήμες. 

Με κείνο το γαλάζιο γιασεμί γονατιστό, στο νοτισμένο 
      σάρκινο χώμα της. 

Έτσι ανεξάντλητα φορτωμένους σας είδα:
Αλέξανδρε     ό  χ  ι     του Φιλίππου 
Δωροθέα        ό  χ  ι     των θεών 
Μαρία            ό  χ  ι     του Χριστού 
να βυθίζεστε στις περιοχές των επόμενων βημάτων σας
ώσπου χαθήκατε κι απόμεινε ένα καπέλλο, ένα ταγάρι 
       κ' ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σαντάλια 
να επιπλέουν στις πλάκες του πεζοδρομίου - εκεί στην 
       παραλιακή λεωφόρο - 
καθώς κάποιο αίσθημα μιας πρόσκαιρης νίκης 
- αλλά σωστά υποταγμένης στην τελική της ματαιότητα -
έπνεε απαλά, δίκαια, λικνίζοντας τους φοίνικες ή τα μαλλιά 
       όλως εμάς,
που χειροκροτούσαμε τους αγώνες ταχύπλοων σκαφών 
κάπου ανάμεσα στο Παλιό Φάληρο και την αιωνιότητα. 


Αντώνης Γκάντζης, Αποκαθήλωση στα θρύψαλα του φεγγαριού, 
εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1979.


Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Λεττονός - Δέφνερ

*Το βλέμμα επάνω στο πρόσωπο του πόθου - μία ακόμα ακούσια ποιητική συνομιλία 

*Πίνακας του Alessandro De Villas (Γερμανία)

Στο σινεμά

Στο σινεμά 
μες στο σκοτάδι δίπλα μου
κλαις 
κι εγώ βλέπω το φιλμ. 
Βλέπω το φιλμ 
- τι να σου πω. 
Καταλαβαίνω τι σημαίνει ν' αγαπάς
και να σε απωθούν. 
Στο σινεμά
με βλέπεις σιωπηλά μες στο σκοτάδι 
και δεν τολμάς να με αγγίξεις.
Στο σινεμά 
κλαις μες στο σκοτάδι 
κι εγώ προσέχω 
μια το φιλμ - μια εσένα. 


Χρήστος Λεττονός, Εποχές, Ποιήματα 1965-1970, Αθήνα, 1970. 


~*~ 

XXVII

Πήγαμε στο θέατρο μαζί.
Φόρεσες τα γυαλιά σου 
για να δεις το έργο,
κι εγώ τα δικά μου
για να βλέπω εσένα. 


Όθων Μ. Δέφνερ, Μαδριγάλια, Ποιήματα 1982, εκδ. Περγαμηνή, Αθήνα, 1984. 


Κώστας Μαυρουδής

Απόγευμα σε πόλη γαλλική [11] 

Σαν την απρόσιτη περαστική. Ό,τι απομακρύνεται είναι ποίηση. Τελευταίο απόγευμα εδώ. Το ήσυχο άρωμα του καφέ μπαίνει από αόρατες εισόδους στο δωμάτιο. Βαλίτσες που διπλασιάζονται μες στον καθρέφτη του διαδρόμου και βαραίνουν. Φεύγει ο επισκέπτης. Όπως το ποίημα επιστρέφει στην αρχή του, ζητώντας τη σιωπή που προηγήθηκε.

Κώστας Μαυρουδής, Το δάνειο του χρόνου, εκδ. Κέδρος, 1989.


Ένα κείμενο του Νίκου Σκαραμαγκά για "Το βασίλειο της Σιωπής" του Τάσου Μπέσιου

Η οντολογική εμπειρία του χώρου και του χρόνου στην ποίηση του Τάσου Μπέσιου με αφορμή μια ηρακλείτεια ανάγνωση του ποιήματος «Το βασίλειο τ...