Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Σταύρος Μίχας

                     O ΚΗΠΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ

                     'Ενας ήλιος
                      κι ένας κήπος
                      και μια στάλα νερό
                      να ξεδιψάσει η σκέψη σου.   

                      Ανεβαίνεις
                      τη σπείρα των ωρών
                      μέχρι την κορφή της μέρας.

                      Ο κήπος γνωρίζει:
                      Την άλλη όψη σου
                      την άδεια.

                      Ο κήπος σου έμαθε ν' ακούς:
                      Το λαχάνιασμα απ' τις ρίζες
                      το χρόνο που χτυπά
                      σα ξύλινο μπαστούνι
                      το γέλιο του φωτός και του νερού.
          
                      Ο κόσμος μισάνοιξε:
                      Είναι καιρός να γκρεμίσεις το σπίτι σου
                      ν' ανάψεις τα καντήλια των δέντρων
                      να χαϊδέψεις τα βουνά και τα ποτάμια
                      και να χυθείς στο άπειρο.

                      Σταύρος Μίχας, Δυτικά ο κήπος, εκδ. Μανδραγόρας, 2004.




Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Άκανθος

Η ΚΑΤΟΨΗ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ


ΠΟΥ ΕΠΕΣΕΣ
ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΔΕΙΣ
ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ ΑΚΟΜΑ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΚΥΜΑΤΑ
ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
ΚΑΙ
ΠΟΥ ΝΑ ΣΤΗΣΩ ΤΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
ΓΙΑ Ν ΑΚΟΥΣΤΟΥΝ ΟΙ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΤΑΧΥΑ
ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΛΙΓΟ ΦΕΥΓΕΙ
ΚΑΙ ΒΑΦΕΙ ΤΑ ΒΡΟΜΙΣΜΕΝΑ ΝΕΡΑ
ΜΕ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΤΙΣΙΑΝΟΥ
Η ΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΝ ΚΑΘΟΔΟΣ
Η ΑΜΕΤΡΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΠΟΥ ΝΤΡΟΠΙΑΣΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΑΡΓΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ
ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΟΔΟ
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
ΣΤΑ ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΧΕΡΙΑ
ΠΟΣΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ
ΝΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ
Σ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΜΕΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΠΟΥ ΛΕΜΕ ΠΑΝΤΑ
ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ


ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΜΗΝΑΣ 2012
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΟΔΟ


Άκανθος, Τύχη και ανάγκη, εκδ. Φίλντισι, 2013



Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Μισέλ Φάις

1


Η Μις Ελ απελπισμένη
χωρίς έστω ένα μπλουζ
μια φωτογραφία του Έντμοντ
Απόμεινε στον λόφο
με μαύρο ταγέρ κ' άγνωστο ποτό
κάτω από τη σβηστή διαφήμιση
της MEMOIRE.


Μισέλ Φάις, Το σύνορο, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1983.



Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Χ. Π. Σοφίας

ΑΙΩΝΕΣ 

Αιώνες τώρα το σπέρμα έχει τη θλίψη του θεού
Αιώνες τώρα η μήτρα έχει τη χαρά του ανθρώπου 

~*~

ΑΠΟΥΣΙΑ 

Τί γυρεύει η θάλασσα στο δωμάτιό μου;
Δε γνωρίζει την απουσία σου;

~*~ 

ΕΓΩ

Τη γλώσσα μού τη δίδαξαν 
Τη σιωπή την έμαθα μόνος μου 

~*~

ΚΕΝΟ 

Γεμίζεις το κενό 
Παίρνοντας το σχήμα του άλλου
Και το λες ευτυχία 


Χ. Π. Σοφίας, "Μουσώνες τα δένδρα δυσκολεύονται να ανασάνουν", εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα, 2018.



Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Νικόλας Ευαντινός

Ενεός...

μπροστά σε κάποιο νυχτερινό του Chopin.

Θεόρατη η σκιά του λεπτού της χεριού πάνω στη λεπίδα σελήνη. Τα μαλλιά της λευ-
τερώνονται και φτιάχνουν πεντάγραμμα για τριβελιστό τραγούδι των γρύλων. Οι
παράνυμφες λεμονιές την καμαρώνουν. Με τη μυρωδιά της φλούδας τους ραντίζουν
το στροβιλισμό της. Καθώς βαρυπατά τον αέρα της νύχτας, ανοίγονται πηγάδια σε
κάθε της βήμα, - στο βάθος τους το φεγγαρόφωτο πολλαπλασιάζεται. Η πίστα του
χορού της μια κοιλάδα νυχτερινών ουρανών. Καθώς λυγίζει στο πλάι το λαιμό, από τα
βλέφαρα γλιστράει μια ευχή - να πιανόμουν στην ουρά της βραδινής δροσιάς στον αυλό 
της σελήνης να χανόμουν. 

Ναι, πάει καιρός που μένω πίσω από το τζάμι να κοιτώ τον κήπο. Πάνω του πέφτουν
ψιχάλες. Σαν χαμηλόφωνες νότες λυγίζουν τα χέρια μου που κρατούν ένα άδειο φό-
ρεμα...

Νικόλας Ευαντινός, Ενεός, εκδ. Μανδραγόρας, 2012.



Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Απόστολος Θηβαίος

"ΕΛΕΝΗ"

Οι άνθρωποι, Ελένη,
οι μόνοι άνθρωποι των ασύλων, 
είναι καμωμένοι από σύρμα και λύπη.
Να έρθεις,
να φανείς,
να ρωτήσεις για την πορεία της υγείας μου,
ύστερα να κοιταχτούμε βαθιά,
μέχρι ολόκληρο το δωμάτιο να μυρίσει αγκαλιά.
Να μην τρομάξεις
που θα ξερνώ το φως από τα μάτια μου.
Να έρθεις, Ελένη, να φανείς,
να σταθούμε αμίλητοι εμπρός 
από τα απομεινάρια των καλοκαιριών...

Απόστολος Θηβαίος, "17", εκδ. Εκάτη, 2011.


*Φωτογραφία: Βασίλης Κουντζάκης, Αίγινα, 2016

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Πέτρος Στεφανέας

ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ


Σε κάθε σπίτι υπάρχουν τρία ζεύγη
    παπουτσιών τουλάχιστον

Για την κάθε μέρα
Για την εξοχή
Για τους γάμους και βαπτίσεις

Τα καφέ χρώματος είναι δικά μου
Τα κορδόνια υπομένουν το ίδιο πόδι
Το αναμένουν καλημερίζοντάς το
Το εγκαταλείπουν κάθε βράδυ
Ακόμα και οι κάλτσες προσαρμόζονται

Τα βερνίκια και τα βουρτσάκια
Είναι στα χέρια μου η συνθήκη υποταγής τους

Θυμάμαι τους λούστρους
Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν τουλάχιστον πέντε
Στην οδό Ακαδημίας
Όπισθεν της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Πονάνε τα πόδια μου από τότε


Πέτρος Στεφανέας, Μηχανισμοί Αντικυθήρων, εκδ. Το Ροδακιό, 2015.




Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Μαρία Θεοφιλάκου

ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι

Μαρία Θεοφιλάκου, ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ, εκδ. Δωδώνη, 2010.



Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Βαγγέλης Κούτσης

ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Επιβεβαιώνοντας τη ρωγμή του σφυγμού
ανατρέποντας τη ροή της ειμαρμένης
κι επιλέγοντας την υποκατάσταση της επιθυμίας
τόσο αντιφατικά σου χάρισε ο ωκεανός
του λόγου τη ρύμη
της αρμύρας το βάλσαμο
του ανέμου το μοιρολόι

του ανέμου που αναιρείται
του ανέμου που αλυχτά
στο μέτωπό σου αντιμέτωπος.

Λυτρωτικός σαν οργασμός
σαν έρωτας
σαν θάνατος.

Βαγγέλης Κούτσης (Ασημένιος), Τοις "κύνων" ρήμασι πειθόμενοι, εκδ. Προμετωπίδα, 2013.



Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Σταύρος Βαβούρης

I

Αυτή η γριά, κάτω από το δέντρο 
έδινε κάτι στον καθένα που περνούσε
ας έμοιαζε φτωχή ζητιάνα:
ένα ρόδι στον ένα 
μια χούφτα σταφίδες στον άλλον 
                 μαύρες ή ξανθές 
και στον άλλον και στον άλλον 
σ' όλους κάτι, τέλος πάντων 
και μ' ένα κύπελο νερό από μια στάμνα
που διατηρούσε δροσερή στη σκιά.

Εγώ άργησα,
κι όλα θα της είχανε τελειώσει φαίνεται.
Της είπα ωστόσο: καλησπέρα. 

Αυτή, ας μη μου 'δινε 
ας μη μου 'λεγε επιτέλους τίποτα,
ούτε και καλησπέρα.  

Γιατί ωστόσο, άραγε, γιατί 
με κύτταξ' έτσι, σα φαρμακωμένη 
κι έπειτα ανοίγοντας χωρίς μιλιά
                 τα χέρια 
μου 'δωσε δυο μούντζες,
μούντζες και «μαύρα φάσκελα»;

Σάμη, '79 

Σταύρος Βαβούρης, Carmina Profana, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1983. 




Ένα κείμενο του Νίκου Σκαραμαγκά για "Το βασίλειο της Σιωπής" του Τάσου Μπέσιου

Η οντολογική εμπειρία του χώρου και του χρόνου στην ποίηση του Τάσου Μπέσιου με αφορμή μια ηρακλείτεια ανάγνωση του ποιήματος «Το βασίλειο τ...