Το οντολογικό βάθος της ποίησης του Τάσου Μπέσιου
με αφορμή το ποίημα «Λεκές θλίψης» από την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή
«Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη)
Κάθε κριτική, μπροστά στο έργο ενός ισχυρού ποιητή, συνιστά νοηματική
προσέγγιση μιας όψης της οντολογικής βαθύτητας και της πολυεπίπεδης
σημασιολογικής βαρύτητάς του. Με βάση το δεδομένο αυτό επιχειρείται εδώ μια
προσπάθεια διαύγασης του ποιήματος «Λεκές θλίψης», από την πρόσφατη ποιητική
συλλογή «Αιφνίδιων ήχων φως» (εκδόσεις Εκάτη, σελ.12), ως προοίμιο στο μείζον
ποιητικό έργο του Τ. Μπέσιου, κάτι το οποίο από μέρους μου συνιστά μια ταπεινή
άσκηση ψυχής και πνεύματος μπροστά στο έργο αυτό.
Λεκές θλίψης
Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές βουβές
χωρίς φτερά. Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης.
Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου. Στέγη βαριά από
μυκηθμό μπάσου σαξόφωνου. Ήλιου σταγόνες
παγιδευμένες στη γυάλινη οροφή. Βιάζεται η νύχτα
το φως να σκοτώσει.
Η αναλυτική προσέγγιση του ποιήματος αυτού θα εστιαστεί σε δύο από τις
πολύπλευρες διαστάσεις του ποιητικού έργου του Τάσου Μπέσιου, τη βιο-οντολογική
και τη σχέση Λόγου/ σιωπής που άρρηκτα συνδεδεμένες διαπερνούν ως νευρο-
οντολογικός ιστός ολόκληρο το ποιητικό έργο.
Η βιο-οντολογική διάσταση αποκαλύφθηκε από την πρώτη κιόλας ποιητική
συλλογή «Αποικίες της αφής» (Δίφρος, 1983/ Οδός Πανός, 2013) στο ποίημα «Το
Κλουβί της Ελευθερίας» με τους στίχους: «Ο ωκεανός της Ελευθερίας μας/ βαθειά
στα κύτταρά μας είναι χτισμένος.», ενώ η δεύτερη διάσταση, αυτή της σχέσης Λόγου/
σιωπής συμπυκνώνεται ουσιαστικότερα στη μεταγενέστερη ποιητική συλλογή «Η
Λέσχη του Χρόνου» (Πλέθρον, 1994) στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα» με
τους στίχους: «…και οι ποιητές … αυτοί οι τρελοί/ που ζουν την πιο κοινότοπη λέξη/
σαν τραγωδία/ περιφρονούν την πράξη/ και των χεριών τα θαύματα/ έως ότου η
στύση της ψυχής τους/ να υποταχθεί στο Λόγο/ τον αντιβασιλιά/ του τίποτα.»
Στο ποίημα «Λεκές θλίψης» οι δύο παραπάνω διαστάσεις αγγίζουν τη μέγιστη
εκφραστική ποιητική αμεσότητα και οντολογική βαθύτητα. Συγκεκριμένα, από τον
πρώτο στίχο «Λίγα κυβικά αναπνοής ντύνονται συλλαβές …βουβές χωρίς φτερά.», η
ποίηση συνιστά προέκταση του βιολογικού ρυθμού της ανάσας, ταυτόχρονα ειρκτή
και ελευθερία καθώς συνδέει άρρηκτα, μέσω του οντολογικού βάθους της σιωπής, το
ανείπωτο με τη μουσική και το φως στον ορίζοντα του λόγου/ γραφής.
Η Έ. Ντίκινσον, η μεγάλη αυτή ποιήτρια, που το έργο της ο Harold Bloom το
τοποθετεί πλάι στον Σαίξπηρ, μέσα από τη δική της θλίψη και αγωνία για το μη
εκφερόμενο γράφει: «Χείλη θνητά αν μάντευαν/ Τον Φόρτο που δεν εκδηλώθηκε/
Μιας συλλαβής που ειπώθηκε/ Θα λιώναν απ’ το βάρος» (από το «Το ανεξάντλητα
Σημαίνον», μετάφραση: Έλλη Συναδινού, εκδ. Ιδεόγραμμα 2006).
Στο ποίημα του Τ. Μπέσιου, σε αντιθετικό διάλογο με τη Ντίκινσον, οι λέξεις
γίνονται μουσική και φως αγγίζοντας το όριο μιας υπέρβασης της ανέκφραστης
θλίψης. Ανέκφραστη γιατί υπολείπεται των λέξεων, όπως δηλώνεται στους
ακόλουθους δύο στίχους του ποιήματος: «Ταξίδι στην περίμετρο ενός λεκέ θλίψης»,
άρα όχι στο επίκεντρο αυτής και «Φωτοτυπία ψυχικής χερσονήσου» όχι η πρωτότυπη
αλήθεια, αλλά ένα αντίγραφο αυτής και μάλιστα ενός κομματιού της ψυχής (ψυχική
χερσόνησος). Στίχος που άμεσα ανακαλεί στη μνήμη τον Ηράκλειτο: «Τα πέρατα της
ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο
βαθύ λόγο περιέχει.»
Αυτή η ανείπωτη θλίψη, στο ποίημα δεν καταλήγει σε κραυγή, αλλά ο
ποιητής ισορροπώντας στο όριο ανάμεσα στην οντολογική εμπειρία και το λόγο, με
έντονη την αίσθηση του ανείπωτου εγείρει μέσα από μια ζωική μουσική, «μυκηθμός
μπάσου σαξόφωνου» ένα ασαφές, ανοικτό (προφανώς εξαιτίας του ανείπωτου βάθους
της οντολογικής εμπειρίας) οικοδόμημα, ένα ίσως ναό αν δεχτούμε ότι το ποίημα
είναι αίνος. Κτίζει λοιπόν χωρίς σαφή περιγράμματα τη δική του πλατωνική «χώρα
του αχώρητου» ως ανύψωση πάνω από το έδαφος της ψυχικής χερσονήσου, και μέσα
από τη μουσική των λέξεων και από το ρυθμό που δίνουν οι σιωπές ανάμεσα στους
στίχους συλλαμβάνει στη βαριά από θλίψη στέγη, εύθραυστη (αφού γυάλινη), τα
σπέρματα φωτός, σπέρματα αλήθειας, «σταγόνες ήλιου».
Όμως αυτή η ανύψωση είναι ο πρώτος αιφνιδιασμός του ποιήματος, ο οποίος
δίνεται σύντομα, συμπυκνωμένα και ασθμαίνων, όπως εκτείνεται μέσα από λίγους
στίχους διάτρητους από τη σιωπή (που δηλώνουν οι τελείες – παύσεις του λόγου). Ο
δεύτερος αιφνιδιασμός είναι ακαριαίος και οξύς καθώς συμπυκνώνεται στον
τελευταίο στίχο: «βιάζεται η νύχτα το φως να σκοτώσει», αφήνοντας έτσι μια
αίσθηση ματαιότητας, αλλά ίσως να πρόκειται και για την αφετηρία του ίδιου του
ποιήματος ή και μιας νέας κατάδυσης της ψυχής σ’ ένα βαθύτερο στρώμα εμπειρίας,
αν θυμηθούμε παλαιότερους στίχους του ποιητή από τη συλλογή «Η Λέσχη του
Χρόνου» στο ποίημα «Ο Αντιβασιλιάς του Τίποτα»: «Γι’ αυτό τα αληθινά ποιήματα/
έχουν πάντα αφετηρία τη νύχτα/ κι αν όχι ακριβώς τη νύχτα/ τις ψυχικές
προϋποθέσεις/ του απόλυτου σχεδόν σκοταδιού.».
Νίκος Σκαραμαγκάς
Κοινωνιολόγος