"Το απέναντι κάθισμα" του Βασίλη Κουντζάκη -Κριτική Βιβλίου
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
[…Η σονάτα ως είδος άγγιξε την τελειότητά της στα χέρια του Λιστ. Ενσωμάτωσε φούγκες, πολυφωνικά κομμάτια, μια πλευρά της την χάρισε στο αργό τέμπο της εκκλησιαστικής εξειδίκευσης. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως συγκρατώντας την ουσία από μια σειρά χαμένα πια όργανα, προσαρμόζοντας την αίσθηση σε εκείνο το σημείο που στήνεται η άμυνα απέναντι στην απελπισία, το χρέος, την προσδοκία, η σονάτα εξέφρασε μια συνέχεια, επιστράτευσε όλη την ανθρώπινη παλέτα . Είναι αλήθεια πως τα πάντα γράφονται σε ένα ανεξήγητο ένστικτο. Σε κάθε σκέρτσο θαρρείς πως ψάχνει να βρει τον εαυτό της μια ύπαρξη λησμονημένη και άλλοτε, αριστοκρατική, στέκεται κυνικά απέναντι σε ζητήματα όπως ο χρόνος και οι ατμόσφαιρες με μια δοξαστική παύση.
Στο τέλος αυτής της εξομολόγησης ακολούθησε μια παύση και έπειτα γυρέψαμε μια αιτία. Καθένας στράφηκε στον εαυτό του, το δωμάτιο έκλεισε, καθένας έγραψε ένα τέλος για τον εαυτό του. Στο απέναντι κάθισμα ο χρόνος πλιατσικολογούσε και άλλος δρόμος δεν υπήρξε έξω από τα ποιήματα…]
Με την παραπάνω βινιέτα τούτο το σημείωμα καλωσορίζει την καινούρια συλλογή του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που φθάνει στους αναγνώστες μέσα από τις πάντα ποιοτικές και ιστορικές πλέον, εκδόσεις Εκάτη. Στο ίδιο εκείνο υπόγειο, χώρο φανταστικό και απλησίαστο για την παιδική ηλικία αυτού του σημειώματος, χρόνια τώρα η οικογένεια Νικολάκη και οι εκλεκτοί συνεργάτες της προσθέτουν ψηφίδες στην ελληνική βιβλιογραφία. Με την σκιά σημαντικών ποιητών, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος και με μια ανεξάντλητη ποικιλία χαμένων τίτλων, το μαγικό ημιυπόγειο της 3ης Σεπτεμβρίου συνεχίζει τις εξαιρετικές δημοσιεύσεις του. Ανάμεσά τους το Απέναντι Κάθισμα του ποιητή Βασίλη Κουντζάκη που για το μικρό αυτό σημείωμα δεν αποτελεί έκπληξη με το βαθύ, ανθρώπινο κόκκινο του Joseph Catanzaro και το σκληρό εξώφυλλό του. Αφού στους στίχους του κάποιος εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, ανοιχτός στις παθολογίες, το κύλημα του χρόνου, την αιωνιότητα που ψάχνει μια φωνή για το τραγούδι της. Συνομιλεί με φίλους σκιές, προσεύχεται στο άστρο τους με ένα παράθεμα, με την πρόθεση και το σπάνιο ταλέντο του τεχνίτη που λέει αλλιώς τα ειπωμένα πράγματα. Ο ήλιος, το ξέρει πως σβήνει τα πάντα, για αυτό και τα καλύτερα πλάνα του πέφτουν τις νύχτες, σε διασταυρωμένα σώματα που αν και πορεύονται προς το τυχαίο κάτι εκλεκτικό τα οδηγεί. Ξέρει για εκείνους που μοιράζονται, μερικές φορές νομίζει κανείς πως για εκείνους γράφει τα ποιήματά του. Για όσους περιμένουν σε αίθουσες αναμονής ζητώντας μια συνέχεια, για μορφές παραδοσιακές, ενδημικές των στίχων που σκεπάζονται από βαριές σημασίες. Βλέπετε, ανάμεσα σ΄όλα όσα κάνει ο ποιητής, έχει την υποχρέωση να φτιάχνει ζωή από τα ρηγματωμένα περιστύλια και αυτό το καθήκον εξαντλεί ασκητικά ο Βασίλης Κουντζάκης, με λυρισμό, άλλοτε με δύναμη και καμιά φορά με όλη την αθωότητα του κόσμου. Κάτι προσθέτει η μουσική του, μια ένταση κλειδωμένη αποκαλύπτει, κάτι σαν ποιήματα σταματημένα σε λαιμούς, κάτι σαν γυμνές καρδιές πάνω από κοφτερά εγχειρίδια. Όταν μπαίνει στις ράγες των ρυθμών, η ορθογραφία του σκορπάει και απομένει η τελευταία φράση, ο ύστατος υπαινιγμός, εκείνος ο κεραυνός που άφησε κάποτε μια λάμψη. Πλάνα ραπροσέ από την περιπέτεια και το δράμα της ζωής, λιγότερες προσωπογραφίες, χιλιάδες πλάνα από τις μητροπόλεις του κόσμου που γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας. Κατά βάθος λυρικά. Ένα ποίημα ατομικό, πολύ προσωπικό, που γράφεται μια ζωή, που δανείζεται και επιστρέφει στο πλήθος σε αδιάκοπη ροή, διόλου ανώφελη, μες στα άνεργα χρόνια που ποτέ δεν ήταν τέτοια, όσο η ψυχή παρέμενε γαντζωμένη στην σκέψη. Το επιβεβαιώνουν τα ποιήματα του Βασίλη Κουντζάκη που πλουτίζουν με τις απώλειες του Γιάννη Ρίτσου.
Αυτό το σημείωμα έχει όμως ακόμη κατάθεση να κάνει. Τέλος οι βινιέτες και άλλες αυθαιρεσίες που μας βάζουν έξω από το χρονικό, ελεύθερους και αθάνατους κάπως, σαν στίχους. Τώρα γίνεται λόγος για την ενεργή μονάχα παρουσία του τεχνίτη στην δοκιμασία της αίσθησης. Μια αποκάλυψη για την πλευρά του ποιητή που παραμένει ενεργός, πάει να πει μες στην εποχή του, ενώ την ίδια στιγμή σκάβει με αφοσίωση στο φέρσιμο και το γιατί ενός άλλου καιρού. Με την διαδικτυακή του παρουσία ο εμπνευστής του αφοπλιστικού απέναντι καθίσματος των εκδόσεων Εκάτη, προτείνει, θυμίζει και μαθαίνει πολλούς από εμάς για τους ποιητές που άδοξα εχάθησαν. Συγκρατώ το ποιήμα του Αντώνη Γκαντζή που γνώρισα από τις δημοσιεύσεις του και που υπήρξε μαζί με τόσους που ανασύρει η ευαισθησία του κ. Κουντζάκη, ένα δείγμα μόνο του πυκνού, ποιητικού σύμπαντος αυτής εδώ της διαχρονικής μητρόπολης που δεν χρειάζεται χάλυβα και γυαλί, μήτε τις συστάσεις του γέρο Ράιτ. Αρκείται με την αγωγή του που καθρεφτίζεται παρόμοια στους στίχους του απέναντι καθίσματος.
Μην γελιέται κανείς εκεί έξω, πως τάχα η προσευχή του Γιώργου Σαραντάρη κατορθώνεται έτσι εύκολα, εκεί έξω. Ο Βασίλης Κουντζάκης αναμετριέται με την πολυφωνική, ποιητική πραγματικότητα του καιρού μας. Αυτό σημαίνει πως με την αξιοπρέπεια του κρινόμενου και το θάρρος του κριτή στέκει στο απέναντι κάθισμα, δεν φεύγει, δεν φοβάται. Τα αφήνει όλα γυμνά, στην πιο πειστική εκδοχή τους, εκπληρώνοντας μια υποχρέωση της ποίησης που αντέχει πεισματικά, με εφόδιο το τραγούδι της, εκεί έξω. Απροσποίητα αφοσιώνεται στην βαθιά του παρόρμηση στήνοντας σκηνογραφίες που ποτέ και κανείς δεν ονειρεύτηκε. Έξω από την όραση.